Φωτισμένοι Έλληνες και εθνικό μέλλον
Στη Χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας, όλο το κουμάντο της Πολιτείας το έκαναν οι άρχοντες, χωρίς να υπολογίζουν καθόλου την γνώμη των απλών ανθρώπων. Υποστήριζαν ότι δεν έχουν αρκετό μυαλό και γνώσεις για να σκέφτονται σωστά και ήταν επικίνδυνο να ανακατεύονται στις αποφάσεις που αφορούσαν στην πρόοδο της Χώρας τους. Θεωρούσαν ότι μόνο στους ίδιους έρχόταν, από τη στιγμή που ψηφίζονταν για άρχοντες, μια θεία επιφοίτηση και τους έλεγε το σωστό. Όμως η κατάσταση, στη Χώρα τους, άλλα έδειχνε. Οι λίγοι πλούσιοι πλούτιζαν όλο και πιο πολύ, μα η ζωή των πολλών απλών ανθρώπων, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Οι άρχοντες έριχναν τα βάρη στους πολλούς, λέγοντας πως δεν δουλεύουν αρκετά και έβγαζαν το εαυτό τους λάδι. Το αποτέλεσμα ήταν να απογοητεύονται όλοι και να μην νοιάζεται κανένας για το πώς θα βοηθηθεί η Πολιτεία. Σε μια δημοκρατία, όμως, όταν ο Λαός μπαίνει στη γωνία και αδιαφορεί για το συμφέρον της Πολιτείας, όλα πάνε κατά διαόλου.
Και στο Ηλιόφωτο, λοιπόν, αγρότες, εργάτες, ψαράδες, υπάλληλοι, παραπονιόντουσαν για τα χάλια της ζωής τους και αναρωτιόντουσαν τι πρέπει να κάνουν, για να πάει πάλι η Χώρα τους μπροστά. Απλοί άνθρωποι, όλοι, άκουγαν τους άρχοντες και τα κόμματα να τους λένε πως όλα θα φτιάξουν, μα δεν τους πίστευαν πια. Μέσα τους είχαν, όμως, μια ελπίδα ότι οι γραμματισμένοι της Πατρίδας τους, θα εύρισκαν τον τρόπο και θα φώτιζαν και τους ίδιους, για το τι πρέπει να γίνει, ώστε να λυτρωθούν από την κακομοιριά.
Έτσι, ένα Σάββατο απόγευμα, άναψε μια συζήτηση, στο καφενείο της Πολυξένης, με την θυμωμένη φωνή του Κωσταντή, που χτύπαγε την γροθιά του στο τραπεζάκι και φώναζε : «Που είναι όλοι αυτοί, με τα σοφά κεφάλια, που μας κάνουν τους σπουδαίους, να μας δείξουν πως θα ξεφύγουμε από την πολιτική μιζέρια;»
Ο Δάσκαλος που ήταν εκεί, πάντα ήρεμος στη σκέψη και γλυκός στο λόγο, του είπε με την γαλήνια φωνή του.
«Έχεις δίκηο Κωσταντή. Όταν οι άρχοντες αποτυχαίνουν στο κουμάντο μιας χώρας, για πολλά χρόνια, αυτό δείχνει ότι δεν φταίνε μόνο τα πρόσωπά τους, αλλά και ο τρόπος που έχουν ορίσει να κουμαντάρεται.
Ενώ είμαστε, ένας Λαός ικανός να σταθεί ισάξια με τους συμμάχους μας, οι άρχοντές μας έχουν αφήσει την Πολιτεία μας να σαραβαλιάσει και κάνουν κουμάντο με τον πιο επιπόλαιο τρόπο, μην λογαριάζοντας καθόλου την γνώμη των απλών ανθρώπων.
Η αρχηγική δημοκρατία των κομμάτων, που μας φόρτωσαν, δεν ήταν μόνο η ταφόπλακα των λαθεμένων αποφάσεων τους που έφεραν την οικονομική κρίση, αλλά το χειρότερο ήταν που δεν φρόντισαν να αναδιοργανώσουν, στην ώρα της, την ίδια την Πολιτεία μας.
Οι γραμματισμένοι δεν είναι σώνει και καλά πολιτικοί, μα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τους απλούς ανθρώπους για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Δεν χρειάζεται να γίνουν άρχοντες, μα να νιώσουν την ανάγκη να γίνουν δάσκαλοι του Λαού, στις δύσκολες ώρες που περνά η Πατρίδα τους.
Μπορεί η όλη κατάσταση να βόλευε τους άρχοντες, μα οι γραμματισμένοι ήξεραν ότι η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομικό πρόβλημα, που με κάποιες συνταγές θα διορθωνόταν. Όλοι τους ήξεραν ότι η ρίζα του κακού ήταν στο χτίσιμο και στη λειτουργία της Πολιτείας μας.
Έχει απλωθεί ένα πανίσχυρο δίχτυ, το οποίο άλλοτε απαγορεύει και άλλοτε εμποδίζει, την προκοπή μας, και μας σέρνει σταθερά στον θλιβερό χορό της υποβάθμισης, απέναντι στα άλλα κράτη.
Είχαν καθήκον, λοιπόν, να δείξουν ποιες είναι οι πρεπούμενες αλλαγές και ποιος είναι ο σωστός δρόμος και να ξεσηκώσουν τους απλούς ανθρώπους να τον ακολουθήσουν. Και αυτός δεν ήταν άλλος, από εκείνον μιας γνήσιας Δημοκρατίας. Αυτήν θα έπρεπε να προβάλουν και να προτείνουν νέους πολιτικούς θεσμούς, που θα ενώσουν τις δυνάμεις του Έθνους μας, θα τις διαπαιδαγωγούν και θα τις οδηγήσουν σε μια νικηφόρα εθνική πορεία.»
Ο Γιάννης, που ήταν μπροστά όσο μίλαγε ο Δάσκαλος, είχε δοκιμάσει να γίνει, παληότερα, άρχοντας, μα το χούι του να λέει την σκάφη, σκάφη και τα σύκα, σύκα, δεν άρεσε στον αρχηγό του κόμματος και δεν τον έβαλε υποψήφιο, αν και τον ήθελαν πολύ οι συγχωριανοί του. Ήξερε, λοιπόν, από πρώτο χέρι, πόσο περιφρονητικά έβλεπαν οι αρχηγοί των κομμάτων την γνώμη των απλών ανθρώπων. Ανεύθυνους τους ανέβαζαν, επιπόλαιους τους κατέβαζαν. Ήξερε, όμως, και από την άλλη, διότι ζούσε κοντά τους, πόσο νοικοκυραίοι ήταν και πόσο μυαλό είχαν οι συμπατριώτες του. Πόσο δημοκρατική ήταν η ψυχή τους και πόσο άσχημα ένιωθαν που οι άρχοντες έγραφαν στα παπούτσια τους την γνώμη τους. Πήρε, λοιπόν, τον λόγο και είπε :
«Η πιο αρνητική κατάσταση, στη δημοκρατία, είναι να υπάρχουν άνθρωποι με υπευθυνότητα και γνώση και αντί να χαίρονται το μοίρασμα των ευθυνών της Πολιτείας, μαζί με τους άρχοντες, να νιώθουν καπελωμένοι και παραμελημένοι. Μέσα σ’ αυτήν την απογοήτευση, χάνεται όλος ο γόνιμος μόχθος που θα μπορούσαν να προσφέρουν στα δημόσια πράγματα οι απλοί άνθρωποι. Κι όμως, εξακολουθούν να μας κρατούν στο σκοτάδι.
Μα η πολιτική λύτρωση δεν έρχεται χωρίς το φώς της Γνώσης. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να βρούμε τον δρόμο, μέσα στο λαβύρινθο που μας έχουν μπάσει και μας κρατούν οι άρχοντες, προκειμένου να κάνουν ότι θέλουν εκείνοι.
Και αυτό το φως, μόνο οι γραμματισμένοι της Χώρας μας το κατέχουν και μπορούν να το διαδώσουν. Οι Ηλιοθαλασσινοί μαθαίνουμε γρήγορα και εύκολα κάθε καινούριο πράγμα. Αρκεί κάποιος να μας το δείξει και να προσπαθήσουμε. Κανένας άνθρωπο, όμως δεν έμαθε κολύμπι περπατώντας στη στεριά. Και ούτε καμμιά δύναμη είναι μεγαλύτερη από εκείνη των ενωμένων απλών ανθρώπων.
Αυτό το ξέρουν οι γραμματισμένοι, μα δεν σηκώνουν το κεφάλι, ενάντια στην τακτική των αρχόντων και να ξεσηκώσουν και τον Λαό. Κι όμως, είναι δική τους η υποχρέωση να ενημερώσουν τον κοσμάκη, για ένα νέο Σύνταγμα, με καινούριο πνεύμα, που θα στεριώσει μια γνήσια Δημοκρατία, με την οποία θα αποδυναμώνονται τα ελαττώματα και θα καλλιεργούνται τα προτερήματα του Λαού μας, ώστε να υπάρξει μια πορεία πολιτικής και οικονομικής προόδου.»
Σταμάτησε να μιλά ο Γιάννης και ο Μιχάλης, που ένιωθε να είναι ο πιο ενημερωμένος σε πολιτικά θέματα, αφού ήταν δικηγόρος, ένιωσε την ανάγκη να πάρει θέση, στο ζήτημα που κουβέντιαζαν. Επειδή, όμως, είχε περάσει η ώρα τους είπε την πρόθεσή του, μα και τους πρότεινε να αναβάλουν την κουβέντα τους για μια άλλη στιγμή, με πιο ξεκούραστο μυαλό.
Στο επόμενο ιστοριάκι, που θα είναι και το τελευταίο, θα μάθουμε τι τους είπε.