ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Εκλεγμένοι άρχοντες και κοινωνία

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόβραδο, στο καφενείο της Πολυξένης, στο Ηλιόφωτο, το ξακουστό χωριό της Χώρας του Ήλιου και της Θάλασσας. Ένας άρχοντας, της περιοχής, με μια μεγάλη παρέα, έπιναν τις ρακές τους και συζητούσαν. Ήταν καθισμένος στο κεφάλι του τραπεζιού τους και επειδή, νόμιζε ότι οι ντόπιοι είναι κουτοί, τους έλεγε, ότι για την μιζέρια, που υπήρχε στην ζωή τους, φταίει η κοινωνία.

Ήξερε, όμως, πολύ καλά ότι τα πάντα, στην Πολιτεία τους, τα όριζαν οι άρχοντες και αυτό που έφερνε την φτώχεια και την δυστυχία, ήταν η ανοργανωσιά και η λαιμαργία τους. Προσπαθούσε, λοιπόν, να δικαιολογηθεί, λέγοντας ότι ο κοσμάκης ήταν αυτός που δεν έκανε τα πρεπούμενα και γι αυτό πήγαιναν χάλια τα πράγματα.

Έβγαζε, δηλαδή την ευθύνη από πάνω του και την έριχνε στους απλούς ανθρώπους που τον άκουγαν απορημένοι.

Οι πολλοί σκεφτόντουσαν ότι, στο χωριό τους, οι άνθρωποι μια χαρά ζούσαν μεταξύ τους. Ούτε ψέματα έλεγε ο ένας στον άλλο, ούτε έκλεβαν την περιουσία του άλλου, ούτε έκαναν κατεργαριές, που θα ζήμιωναν το χωριό. Αντίθετα είχαν αγαπημένες οικογένειες, βοηθούσαν με προθυμία όταν σε κάποιον συνέβαινε κάποιο κακό και πολλές φορές δούλευαν όλοι μαζί, για να φτιάξουν κάποιο έργο, χρειαζούμενο στο χωριό. Απορούσαν, λοιπόν, γιατί έφταιγαν αυτοί που πήγαινε το κράτος στραβά και όχι οι άρχοντες, που το διοικούσαν.

Ένας νέος αγρότης, ο Βαγγέλης, όμορφο και έξυπνο παλικάρι, με χέρια ροζιασμένα από την δουλειά, πήρε τον λόγο και του είπε:
«Δεν καταλαβαίνω, άρχοντά μου, αφού σε σας έχουμε δώσει όλο το κουμάντο της Πολιτείας και εμείς δεν αποφασίζουμε για τίποτα, από πού ως που φταίμε ελόγου μας. Εμείς το μόνο που κάνουμε είναι να ιδροκοπούμε, ολημερίς, μέσα στα χωράφια, βγάζοντας τα προϊόντα, που τρέφεται όλη η κοινωνία. Νομίζω ότι τα δικά σας λάθη πληρώνουμε όλοι και δεν είναι σωστό να φορτώνετε το βάρος σ’ εμάς.»

Ο άρχοντας που σκοπό είχε να ρίξει την ευθύνη στην κοινωνία, για να βγάλει την ενοχή από πάνω του, πήγε να πάρει τον λόγο, μα τον πρόλαβε ο Παπάς και του είπε.
«Με το συμπάθιο άρχοντα, μα οι απλοί άνθρωποι είναι νοικοκυραίοι, ηθικοί και έχοντας τον φόβο του θεού, δεν κάνουν πράξεις που ζημιώνουν τους άλλους. Αυτό το ξέρω, καλά, διότι τους εξομολογώ και πολύ σπάνια ακούω αμαρτίες, που θα μπορούσαν να ζημιώσουν το χωριό. Και αν κάποιος κάνει ένα κακό, υπάρχουν τα δικαστήρια που τον τιμωρούν και συνετίζονται οι υπόλοιποι.

Στο κάτω-κάτω εσείς είστε που έχετε στα χέρια σας και τα αυγά και τα καλάθια και τα μοιράζετε, όπως θέλετε. Εσάς δεν τιμωρούν, άμα λέτε ψέματα, εσείς έχετε το ταμείο του κράτους και μπορείτε να παίρνετε κρυφά όσα θέλετε, εσείς μοιράζετε τα λεφτά και τα δίνεται σε όποιους σας υποστηρίζουν. Πως λοιπόν, μας λέτε ότι φταίει η κοινωνία, γι αυτά που περνούμε;»

Ο Δάσκαλος του χωριού, που είχε ακούσει όσα είχαν συζητηθεί, πήρε τον λόγο κι αυτός, σαν πιο γραμματισμένος και είπε: «Δίκηο έχουν ο Παπάς και ο Βαγγέλης, μα δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τους άρχοντες τους διαλέγουμε εμείς, κάθε 4 χρόνια. Πρέπει, λοιπόν, να έχουμε το νου μας, να ορίζουμε τους καλύτερους, που μπορούνε να πάνε το κράτος μπροστά και όχι εκείνους που μας τάζουνε πολλά.»

Τους ξεκαθάρισε, δηλαδή, πως ό,τι στραβό συνέβαινε στο κράτος δεν έφταιγαν μόνο οι άρχοντες, που το διοικούσαν, αλλά και ο απλός κόσμος που τους διάλεγε ανάλογα στο τι θα χάριζαν στον καθέναν, δυστυχώς, και όχι με το τι θα πρόσφεραν στην κοινωνία. Αυτό, βέβαια, με κανένα τρόπο, δεν σήμαινε ότι δικαιολογούσε τον άρχοντα, μια και όλη την ευθύνη για ό,τι γινόταν, την είχαν οι άρχοντες.

Ασφαλώς και καμμιά κοινωνία δεν είναι τέλεια, μα το διόρθωμά της γίνεται, με τον καιρό, από τους ίδιους τους ανθρώπους. Οι άρχοντες δεν μπορούν να βοηθήσουν σ αυτό με διαταγές, παρά μόνον αν οι ίδιοι ζουν με τιμιότητα, με καταδεχτικότητα και με τρόπο που να γίνονται παραδείγματα για τους απλούς ανθρώπους.

Ο άρχοντας, που πήγε για μαλλί και είδε ότι θα έβγαινε κουρεμένος, χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και τους αποπήρε, λέγοντας ότι όλα θα ήταν καλά, αν ακολουθούσαν τις οδηγίες που τους έδιναν. Βλέπεις, όλοι οι άρχοντες, από την στιγμή που θα κάτσουν στην καρέκλα τους, θαρρούν πως όλα τα ξέρουν και είναι αλάνθαστοι.

Δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι η κοινωνία λειτουργούσε μια χαρά και η δυστυχία του κοσμάκη προερχόταν από τα προβλήματα της Πολιτείας. Αυτά που προκαλούσαν κάποιοι άρχοντες με την ανικανότητα, την πονηριά, την μανία τους για δόξα και την λαιμαργία τους για πλούτη.

Άδικα, όμως, φώναζε. Κανένας δεν τον πίστεψε. Αντίθετα, ένας από τους ντόπιους γέρους, ο κυρ Βασίλης, που είχε πάει μετανάστης, είχε προκόψει και γυρίσει στο χωριό του, για τα γεράματά του, μίλησε με σεμνότητα και είπε για να ηρεμήσει την συζήτηση::
«Η αλήθεια είναι, άρχοντά μου, πως έχεις ένα δίκηο, μα δεν είναι και σωστό να ζητάς από τους ανθρώπους εδώ, να πιστέψουν, ότι εκείνοι φταίνε, για τα λάθη του κράτους. Ούτε και εκείνοι έχουν δίκηο, που νομίζουν ότι φταίτε μόνο οι άρχοντες. Μα το πράγμα δεν είναι να δούμε ποιος φταίει πιο πολύ, αλλά πως μπορεί να διορθωθεί, αυτό που φταίει, για να ζει ο κόσμος ευτυχισμένος.

Στην πλούσια χώρα, που πήγα μετανάστης και πρόκοψα, ψήφιζαν κι εκεί άρχοντες, μα δεν τους άφηναν να κάνουν ό,τι ήθελαν εκείνοι. Κάθε φορά που πήγαιναν στραβά τα πράγματα, το τι έπρεπε να γίνει για να διορθωθούν, το αποφάσιζαν μαζί οι άρχοντες και ο κόσμος. Ούτε οι άρχοντες έκαναν τους σοφούς, περιφρονώντας την γνώμη του κόσμου, ούτε ο κόσμος τα περίμενε όλα από τους άρχοντες, χωρίς να νοιάζεται για την δική του ευθύνη. Όλοι μαζί έβρισκαν το σωστό δρόμο, τις κρίσιμες ώρες,.

Ο καθένας μπορούσε να βάλει όποιον στόχο ήθελε για την πρόοδο του εαυτού του, αλλά και όλοι νοιαζόντουσαν για το συμφέρον του κράτους. Και βέβαια, ο καθένας μπορούσε να πάρει ελεύθερα κάθε πρωτοβουλία, για να επιτύχει.

Έτσι, και οι άρχοντες ήταν ευχαριστημένοι, που δεν έκαναν λάθη και ο κόσμος που καλοπερνούσε και προόδευε. Κι εγώ, ακόμη, που ήμουν πάμφτωχος μετανάστης, και μου έλεγαν, εδώ, ότι για να κάνω ένα μαγαζί χρειάζεται να έχω λεφτά, κεφάλαια μου τα είπαν, εκεί και μαγαζί άνοιξα, μόνο με την δουλειά μου, και πλούσιος έγινα.

Αντί, λοιπόν, να τσακώνεστε και να ρίχνετε τα βάρη ο ένας στην πλάτη του άλλου, να καθίσετε νοικοκυρεμένα και με πρώτους τους διαβασμένους και τους σοφούς ανθρώπους της χώρας μας, να αλλάξετε τον τρόπο που κυβερνιέται η πατρίδα μας.. Να βάλετε στο νου σας όλοι, πως άρχοντες και λαός δεν είναι δυο ξεχωριστά πράγματα, που το ένα διατάζει το άλλο, αλλά ένα σώμα με δυο χέρια. Όσο το ένα θα είναι κόντρα στο άλλο, όλα θα γίνονται στραβά. Όταν θα αποφασίζουν μαζί και το ένα θα βοηθάει το άλλο, όλα θα γίνονται σωστά και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Έτσι λειτουργεί η πραγματική Δημοκρατία και με αυτήν πάνε μπροστά και γίνονται πλούσιοι και δυνατοί οι Λαοί.»

Κανένας δεν ξαναπήρε τον λόγο, διότι όλοι κατάλαβαν πόσο δίκηο είχε ο κυρ Βασίλης. Ο άρχοντας σκεφτόταν πως ναι, βέβαια, έτσι ήταν, μα αν έγερναν προς τα εκεί τα πράγματα, θα χανόταν το αφεντηλίκι, που τόσο γλυκό ήταν.

Οι ντόπιοι, πάλι, αναλογίζονταν πως ναι, καλό θα ήταν αυτό, μα δεν θα είχαν πια κάποια αφεντικά-προστάτες, που από την μια θα τους κάνουν τα χατίρια τους και από την άλλη, θα μπορούσαν να τους βρίζουν και να τους φορτώνουν όλα τα στραβά.

Είχαν καταλάβει καλά, όμως, ότι για να ξεφύγουν από την μιζέρια, έπρεπε να αναλάβουν και οι ίδιοι ευθύνες.

Μόνο, έτσι, θα ήταν καλή η κατάσταση και η Πολιτεία θα πορευόταν προς τα εμπρός Δεν ήξεραν, όμως, το πώς, και ήταν περίεργοι να μάθουν πόσο διαφορετικά λειτουργούσε αυτή η Δημοκρατία, από την δική τους.

Το τι έμαθαν, είναι μια άλλη ιστορία, που θα την πούμε μια άλλη φορά.

(Visited 52 times, 1 visits today)

Προσθήκη νέου σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *