ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Η ασυνεννοησία φέρνει δυστυχία

Στη ευλογημένη χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας, οι άνθρωποι ήταν έξυπνοι και εργατικοί, τα χωράφια τους ήταν καρπερά, μα δεν είχαν καταφέρει να ζούνε ευτυχισμένοι. Η φτώχεια και η μιζέρια ήταν κάθε μέρα στην ζωή τους. Έψαχναν, λοιπόν, να βρουν το τι έφταιγε, που ζούσαν κακομοίρικα.

Μια παρέα σοφών γερόντων, που κάποιοι είχαν ταξιδέψει σε ξένες χώρες και είχαν δει και ακούσει πολλά, αποφάσισαν να αρχίσουν μια συζήτηση, για το τι φταίει και πως μπορεί να διορθωθούν τα πράγματα.

Ο πρώτος, που πήρε τον λόγο, ο κυρ Μήτσος, είπε ότι:

«Όλο το φταίξιμο είναι των αρχόντων. Δεν φροντίζουν, είπε, να μπορεί η Πολιτεία να βρίσκει τρόπους, ώστε και η δουλειά των ανθρώπων και όσα μπορούν να παράγουν τα χωράφια τους, να γίνονται πλούτος για όλους. Ασχολούνται μόνο με καθημερινά πράγματα και παραμελούν να φτιάξουν ένα μακρόχρονο σχέδιο, με το οποίο θα πάει η Χώρα μπροστά.

Πήραν δάνεια για κάποια έργα, μα τα πιο πολλά λεφτά σπαταλήθηκαν για καλοπέραση, χωρίς να νοιάζονται πως οι τόκοι τρέχουν και πρέπει κάποτε να τα γυρίσουν πίσω. Αδιαφορούσαν για το ποιος θα πληρώσει «το μάρμαρο».

Όλοι στην παρέα, κούνησαν το κεφάλι τους, δείχνοντας την απογοήτευσή τους και ένας, ο κυρ Γιώργος, πρόσθεσε ότι :

«Οι άρχοντες μιλάνε όλο για μέτρα, αριθμούς και λεφτά. Δεν καταλαβαίνουν, ότι όσο κι αν ανακατεύουν τους ίδιους αριθμούς, δεν αυγατίζουν. Άμα είναι λειψοί, μένουν το ίδιο λειψοί. Δεν πληθαίνουν, από μόνοι τους, παρά μόνο άμα έρθουν κι άλλα λεφτά από πράγματα που θα πουλήσουν σε άλλες χώρες.

Κάνουν σχέδια μόνοι τους, για τα οποία δεν έχουν πείσει τους ανθρώπους ότι είναι προς το συμφέρον τους. Έτσι, όλοι είναι κόντρα σ αυτά που τους λένε να κάνουν. Βάζουν νέους φόρους, όταν ο πολύς κόσμος δεν έχει να πληρώσει τους παληούς. Δεν πετυχαίνουν, λοιπόν, τίποτα με την ξεροκεφαλιά τους.

Αντί να λένε την αλήθεια, για το πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση, προσπαθούν να παραμυθιάσουν τον κόσμο με πολιτικάντικα κόλπα, μα κανένας δεν τους πιστεύει πια..

Πάνε στους ξένους, που δεν έχουν να τους δώσουν τα χρωστούμενα, και ζητούν κι άλλα δανεικά, μα αντί να ντρέπονται, μιλούν για υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια. Μα και τις δυο αυτές αρετές τις έχουν πτωχεύσει , αφού λένε το ένα ψέμα πάνω στο άλλο.

Πώς να πάει, λοιπόν, μπροστά ο τόπος;»

Συμφώνησαν και οι υπόλοιποι, μα ένας άλλος πιο διαβασμένος, ο κυρ Θάνος, παρατήρησε πως είναι λάθος να φορτώνουν όλη την ευθύνη μόνο στους άρχοντες. Κουνώντας τα χέρια του και με έντονη φωνή, τους θύμισε ότι :

«Οι άρχοντες δεν έρχονται από τον ουρανό, ούτε από ξένα μέρη. Είναι δικοί μας άνθρωποι και τους διαλέγουμε κάθε τόσο εμείς. Έχουμε, λοιπόν, ευθύνη κι εμείς, για ό,τι λάθη κάνουν. Και από την άλλη, εμείς δεν είμαστε που τους δίνουμε το δικαίωμα να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να μας ρωτάνε; Γιατί, λοιπόν, τα βάζουμε μόνο μαζί τους κι όχι και με τον εαυτό μας;

Εμείς δεν είμαστε, που όταν μας έδιναν λεφτά για να φυτέψουμε νέα δέντρα, τα ξοδεύαμε, σε καινούργια έπιπλα, σε αυτοκίνητα, σε ταξείδια για διακοπές και άλλες άχρηστες πολυτέλειες; Τα δέντρα θα έφερναν λεφτά, μα δεν τα φυτέψαμε ποτέ, ώστε να καρπίσουν.

Γυρεύαμε να μας προστατεύουν, σαν μικρά παιδιά, ενώ εμείς οι ίδιοι τους κάναμε μεγάλους. Ποτέ, δεν γυρέψαμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας

Τους βρίζαμε, μα τους ξαναψηφίζαμε. Ποτέ δεν σκεφθήκαμε πως το μαγικό ραβδί, που τους έδινε τη δύναμή τους, ήταν δικό μας και μπορούσαμε να το πάρουμε πίσω. Βαριόμαστε να το βαστάμε και αποφεύγαμε την ευθύνη .

Μήπως μας πίεσε κάποιος να τους παραδώσουμε όλη την δύναμή μας στα χέρια τους; Μόνοι μας τους την δώσαμε, για να μην έχουμε τους μπελάδες της. Βολευτήκαμε να τρέχουν αυτοί για μας. Το κακό είναι ότι το πήραν επάνω τους και θέλησαν να τα κάνουν όλα μόνοι τους, μα δεν τα κατάφεραν καλά. Τώρα τους ρίχνουμε το ανάθεμα, μα αν τα είχαν καταφέρει, θα καμαρώναμε εμείς».

Δεν πολυάρεσαν στον κυρ Μήτσο και στον κυρ Γιώργο, αυτά που είπε ο κυρ Θάνος, μα πριν πουν τίποτα, πήρε το λόγο ο πιο πολυταξειδεμένος, ο κυρ Βασίλης, που είχε γνωρίσει πως περνούσε ο κόσμος σε πολλές άλλες Πολιτείες και τον θαύμαζαν για την σοφία του και τον άκουγαν με προσοχή. τους είπε :

«Κανένας άρχοντας και καμμιά κυβέρνηση δεν έκαναν πλούσιο ένα λαό μόνοι τους. Ούτε πλούτισε κανένας λαός, χωρίς άρχοντες. Όπου υπάρχει καλοπέραση, χωρίς χρέη, είναι εκεί που οι άρχοντες πριν κάνουν κάτι, συζητάνε με τον λαό για το τι πρέπει να γίνει,. Οι πιο πλούσιες χώρες στον κόσμο, όπου οι άνθρωποι καλοπερνούν, είναι εκείνες που υπάρχουν οι πιο αληθινές συνεννοήσεις και συνεργασίες αρχόντων και λαού.

Για να σκεφτούμε, όμως, το τι συμβαίνει στον τόπο μας.

Ακούσαμε από τον κυρ Μήτσο, ότι οι άρχοντες σπαταλούσαν τα δανεικά λεφτά, Από τον κυρ Γιώργο ότι μπορούν να κάνουν ο,τιδήποτε, χωρίς να ρωτούν τον λαό. Μα επειδή δεν έχουν και κανένα έλεγχο, κάνουν ό,τι νομίζουν ότι συμφέρει τους ίδιους. Ο Λαός δεν κάνει τίποτα, μας είπε ο κυρ Θάνος, διότι τον βολεύει να τα κάνουν όλα οι άρχοντες. Υποφέρει με όσα δεν κάνουν καλά, μα δεν κάνει και τίποτα για να διορθωθεί η κατάσταση.

Καμμιά συνεννόηση δεν υπάρχει μεταξύ τους, παρά μόνο κάθε τόσο αλλάζουν τους άρχοντες. Μα η αλλαγή τους, όσες φορές κι αν έγινε, δεν διόρθωσε τίποτα.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, άλλος δρόμος, για πρόοδο και καλή ζωή του Λαού μας, από το να συμφωνήσει με τους άρχοντες ότι θα μοιραστούν τις ευθύνες και από εδώ και πέρα θα συνεννοούνται, πριν γίνονται καινούργιοι νόμοι και θα συνεργάζονται μετά, για το πώς θα τους εφαρμόζουν όλοι. Πρέπει, και οι απλοί άνθρωποι να σηκώνουν ευθύνες και οι άρχοντες να δεχτούν το μοίρασμα της δύναμης και τον έλεγχό της.»

Όλοι στην παρέα αλληλοκοιτάζονταν σκεφτικοί και αναρωτιούνταν πως θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια δύσκολη αλλαγή. Μια ανατροπή, στην ουσία, του τρόπου και του σκεφτικού, που μέχρι τότε διοικούνταν η Χώρα.

Πρέπει να δούμε αν είναι δυνατόν και πως μπορεί να γίνει αυτό, είπαν συναμεταξύ τους. Είναι πολύ δύσκολο, να πείσεις τους άρχοντες, που πριν ήταν αφεντικά χωρίς έλεγχο, να δεχτούν να παίρνουν αποφάσεις μαζί με αυτούς που τους ένοιωθαν για υποταχτικούς τους.

Μα είναι και το ίδιο δύσκολο, απλοί άνθρωποι, που επί χρόνια είναι μαθημένοι να διαμαρτύρονται και να γκρινιάζουν, μα και να υποτάσσονται, να πειστούν να αναλάβουν ευθύνες αποφάσεων..Όλοι συλλογίζονταν τις δυσκολίες, μα ένοιωθαν μέσα τους πως ήταν απαραίτητο να γίνουν.

Τι σκέφτηκαν ; Έ, αυτό θα το πούμε την Κυριακή, που μας έρχεται

(Visited 17 times, 1 visits today)

Προσθήκη νέου σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *