Νομοθετικές λαϊκές πρωτοβουλίες

Η συζήτηση για τα δημοψηφίσματα, στο Ηλιόφωτο, έκανε πολλούς να νοιώθουν παραπονεμένοι. Κατάλαβαν καλά, πως παρά που ήταν ισάξιοι με τους άλλους λαούς, δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν, οι ίδιοι, την ζωή τους, όπως εκείνοι
Είχε αρχίσει να μπαίνει καλά στο μυαλό των ανθρώπων, ότι οι άρχοντες δεν έπρεπε να κάνουν του κεφαλιού τους, αλλά να πορεύονται σύμφωνα με την γνώμη των ανθρώπων που τους ψήφιζαν. Να μην αποφασίζονται οι νόμοι με βάση τα συμφέροντα των αρχόντων, αλλά τα δίκαια των απλών ανθρώπων. Κι’ όταν δεν το κάνουν, να μπορούν, οι ίδιοι, να τους το επιβάλουν Ένας καλός τρόπος ήταν το δημοψήφισμα, μα η ψυχή τους ζητούσε κι άλλους πιο εύκολους. Οι πιο γραμματισμένοι ήξεραν ότι αυτό σήμαινε πως ήθελαν την Λαϊκή Κυριαρχία να γίνει πράξη στη ζωή τους και όχι μόνο λόγια.

Στο καφενείο της Πολυξένης, οι παρέες αναζητούσαν τον άνθρωπο που θα τους φώτιζε περισσότερο. Αυτόν που θα ήξερε να τους πει δυο κουβέντες παραπάνω, γι αυτό το θέμα. Βρήκαν ότι το κατάλληλο πρόσωπο ήταν ο Μενέλαος, ο παληός άρχοντας, που είχε ξεκόψει από την πολιτική, μα γνώριζε πολλά και διάβαζε κάθε τι καινούριο.
Μια Κυριακή πρωί, μετά την λειτουργία, που ήταν πολλοί μαζεμένοι για τον πρωινό καφέ, αποφάσισε ο Μενέλαος να παρουσιάσει, με λίγα απλά λόγια, τον τρόπο που οι άλλοι λαοί, μπορούσαν να ανακατεύονται στο κουμάντο της χώρας τους, έξω από τα κόμματα και τους άρχοντες. Κουβέντιαζε με τον κυρ Θάνο, που σκάμπαζε, λίγο από πολιτική, και όταν μαζεύτηκαν καμπόσοι, με τις καρέκλες τους, γύρω στο τραπεζάκι τους, τους είπε :
«Όλοι νοιώθετε άσχημα, που για ό,τι νομίζετε, πως είναι καλό να γίνει, για τον τόπο μας, πρέπει να τρέχετε στους άρχοντες και τα κόμματα και να τους παρακαλάτε. Και έχετε δίκηο. Εκεί που οι άνθρωποι λένε ότι έχουν δημοκρατία, πρέπει να έχουν και ευκαιρίες να παίρνουν πρωτοβουλίες και να κάνουν πράγματα που βοηθούν τη δημόσια ζωή, χωρίς να παρακαλούν κανέναν. Θα σας πω, λοιπόν, μερικά παραδείγματα, από τέτοιους τρόπους, που μπορούν να γίνουν με μάζεμα κάποιων υπογραφών, ανάλογα στην περίπτωση. Ξεκινούν λίγοι και μαζεύονται πολλοί, για να πετύχουν αυτό που βάζουν στο μυαλό τους, το θέλουνε, ή όχι, οι άρχοντες.
Το πιο εύκολο είναι, όταν μια παρέα σκεφτεί ότι πρέπει να φτιαχτεί ένας νόμος για κάτι χρήσιμο. Βάζουν έναν φίλο τους δικηγόρο να γράψει ένα σχέδιό του, το μοιράζονται τα αντίγραφα μεταξύ τους, το δείχνουν σε φίλους και γνωστούς και προσπαθούν να βρουν, με κάθε τρόπο, ανθρώπους που να υπογράφουν ότι συμφωνούν με αυτά που λέει μέσα και κρίνουν χρήσιμη την ψήφισή του. Άμα μαζευτούν το ένα χιλιοστό από τους απλούς ανθρώπους, όλης της χώρας, δίνουν τα χαρτιά σε μια ειδική υπηρεσία, που ψάχνει πρώτα να δει αν είναι σωστές και αληθινές οι υπογραφές και μετά στέλνει το σχέδιο του νόμου στη Βουλή. Άμα ψηφιστεί έχει καλώς. Αν δεν το ψηφίσουν οι άρχοντες, δεν σταματά η δουλειά εκεί. Αυτοί που το ξεκίνησαν και έχει πια γίνει λόγος παντού, αν μαζέψουν δεκαπλάσιες υπογραφές, γίνεται δημοψήφισμα και αποφασίζουν οι απλοί άνθρωποι, πια και όχι οι άρχοντες, αν θέλουν, ή όχι, αυτόν το Νόμο στη Χώρα τους.»

Ο Κωσταντής, πάντα αντιρρησίας, χωρίς να περιμένει να συνεχίσει ο Μενέλαος, πετάχτηκε και του είπε ότι «καλό ήταν αυτό, μα σπάνια οι απλοί άνθρωποι έχουν ιδέες για καινούργιους νόμους. Αυτό που τους βαραίνει είναι η αδικία κάποιων νόμων, που υπάρχουν. Αυτούς πρέπει να μπορούμε να αλλάζουμε.». ο Μενέλαος χαμογέλασε και του απάντησε:
«Πάντα βιαστικός είσαι Κωσταντή. Αν με άφηνες να συνεχίσω θα άκουγες ότι μπορούν να κάνουν και το ανάποδο. Να ζητήσουν την κατάργηση ενός Νόμου, ή ενός κομματιού του, που πιστεύουν ότι είναι άδικος, ή ότι κάνει ζημιά αντί καλό. Και πάλι με τον ίδιο τρόπο αποφασίζει ο απλός κόσμος αν τον θέλει ή όχι. Βέβαια, υπάρχουν εμπόδια για πράγματα που έχουν σχέση με τον στρατό, με την εξωτερική πολιτική, αλλά και με την οικονομία, ώστε να μην κινδυνέψει το κράτος από τίποτα λαοπλάνους, που θα σπρώχνουν τον κόσμο σε παράλογες και επικίνδυνες αποφάσεις.»

Σταμάτησε ο Μενέλαος και ήπιε δυο γουλιές από τον καφέ του. Οι γύρω-γύρω στις καρέκλες τους ψιλοκουβέντιαζαν μεταξύ τους, αν θα ήταν εύκολο να γίνονται και στον τόπο τους αυτά. Κάποιοι τα έβλεπαν δύσκολα, κάποιοι εύκολα, μα σχεδόν όλοι συμφώνησαν σ αυτό που είπε ο νεαρός Βαγγέλης ότι «Μακάρι να υπήρχαν και ας μην τα εφαρμόζαμε ποτέ. Θα είμαστε ευχαριστημένοι ότι πάνω στα ζόρια θα μπορούσαμε να τα κάνουμε.»

Μετά από λίγο, ο κυρ Γιώργης, ο μεγαλοκτηματίας του Ηλιόφωτου, αναρωτήθηκε, φωναχτά, μετά από μια κουβέντα με τους διπλανούς του, γιατί να μπορούν οι απλοί άνθρωποι να αλλάζουν τους νόμους, άμα είναι κακοί και να μην μπορούν να αλλάζουν τους άρχοντες, άμα κάνουν αδικίες, ή αποδεικνύονται αχαμνοί για το αξίωμά τους.
Ο Μενέλαος δεν είχε σκοπό να συνεχίσει την συζήτηση, μα σαν παληός άρχοντας, τον άγγιξε στο φιλότιμο αυτή η ερώτηση, που δεν είχε σχέση με καταστάσεις, αλλά με τα πρόσωπα. Απρόθυμα, αλλά αποφασιστικά, είπε:
«Είναι μεγάλο λάθος να καταλήγει κάθε συζήτηση για το κουμάντο του τόπου στα πρόσωπα. Άμα το χωράφι είναι άγονο, όσο καλός κι αν είναι ο καλλιεργητής, δεν παράγει. Κι όταν η Πολιτεία είναι σκουριασμένη, κανένας δεν μπορεί να κάνει όσα καλά θέλει. Τώρα, αν οι άνθρωποι ξεγελαστούν και διαλέξουν άχρηστο άρχοντα, τότε έχουν φροντίσει οι άλλοι λαοί, να μπορούν να τον αλλάξουν, προτού λήξει η θητεία του. Μαζεύουν υπογραφές και άμα υπογράψουν ο ένας στους τέσσερεις, χάνει το πόστο του ο άρχοντας και ξαναγίνονται εκλογές γι αυτό το πόστο.
Θέλω ακόμη, να σας πω, ότι δεν είναι όλα αυτά, μόνο θέματα δημοκρατίας και δίκηου, αλλά κυρίως οικονομίας. Άμα οι απλοί άνθρωποι δεν είναι ευχαριστημένοι από τους Νόμους και νοιώθουν ότι τους επιβάλλονται με το ζόρι, δεν πρόκειται, ποτέ, να πάει η οικονομία μπροστά. Γι αυτό οι ευκαιρίες αυτές, που οι απλοί άνθρωποι τους αλλάζουν όπως θέλουν, είναι πολύ χρήσιμες, διότι έχει μέσα στην ψυχή του ο καθένας, ότι όλα αυτά που πρέπει να κάνει, δεν είναι θέλημα άλλων, αλλά δικό του.»

Μεσημέριαζε πια, οι πολλοί, από γύρω-γύρω, είχαν αρχίσει να φεύγουν, οπότε σηκώθηκε και ο Μενέλαος, χαιρέτησε όσους είχαν μείνει και τράβηξε για το σπίτι του. Ήταν ευχαριστημένος, που είχε φωτίσει τους συγχωριανούς του για κάποια πράγματα που δεν ήξεραν και έπρεπε να τα μάθουν.
Ήταν αρκετά αυτά ; Όχι, ήταν πολλά ακόμη, μα θα τα διαβάσουμε σε επόμενα ιστοριάκια.

(Visited 30 times, 1 visits today)

Προσθήκη νέου σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *