Δημοκρατικοί Πρόεδροι και όχι Αρχηγοί στα κόμματα

Ήταν, πια, φανερό, στην Χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας, ότι τα πολιτικά κόμματα είχαν καταντήσει να μην έχουν άλλες διαφορές, εκτός από τους διαφορετικούς αρχηγούς. Ο καθένας τους έκανε ό,τι μπορούσε, για να πάρει το κόμμα του την πλειοψηφία και ο ίδιος όλο το κουμάντο της χώρας στα χέρια του. Αυτή ήταν η έγνοια τους και πολύ λίγο νοιαζόταν για το πώς οι απλοί άνθρωποι θα περνούσαν καλά.

Έτσι, η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν φτωχοί και τα νέα παιδιά πήγαιναν μετανάστες στα ξένα, διότι οι πλούσιοι έκλειναν τα εργοστάσια και τα μαγαζιά τους και τα πήγαιναν σε άλλες χώρες, που τους φέρνονταν καλύτερα. .

Στο χωριό Ηλιόφωτο, συζητούσαν κι εκεί αυτήν την κατάσταση, ανάμεσα στις ρακές τους, που φτηνά-φτηνά τους σέρβιρε η Πολυξένη στο καφενείο της.

Λεγόντουσαν διάφορα, για το ποιος και το τι φταίει, μα όλοι κατηγορούσαν τους άρχοντες-βουλευτές, για τη δυστυχία τους.

Ο Μιχάλης, σαν δικηγόρος, ήταν ο πιο διαβασμένος από τους άλλους, αλλά και από την φύση του ανοιχτόμυαλος, είπε σε μια στιγμή :
«Ευτυχώς, γλυτώσαμε, ουσιαστικά, από την τυραννία των ιδεολογιών δεξιά, αριστερά, κέντρο, που φανάτιζαν τον κόσμο, αφού όλοι τα ίδια κάνουν πια, μα μένει ένα άλλο κακό κουσούρι στην Πολιτεία μας. Είναι αυτή η μανία των αρχηγών των κομμάτων, να κρατούν κλειστά πόρτες και παράθυρα στα γραφεία τους και να θέλουν όλοι να τους προσκυνούν, χωρίς οι ίδιοι να ακούν και να λογαριάζουν κανέναν. Τον κόσμο τον βλέπουν σαν κοπάδι από ανόητους ανθρώπους. Τον γαλιφιάζουν για να τους ψηφίσει, μα μετά γράφουν την γνώμη του και τα θέλω του, στα παληά τους παπούτσια.»

Ο Ηλίας, ο παληός καπετάνιος, που είχε μάθει ο λόγος του, μέσα στο βαπόρι, να είναι νόμος, τον ρώτησε γιατί είναι τόσο κακό, να γίνεται ό,τι θέλουν οι αρχηγοί, αφού αυτούς θέλει ο κόσμος. Διαλέγουν στις εκλογές όποιον νομίζει καλύτερο ο καθένας και περιμένουν να τους φέρει την καλοπέραση που τους έταξε..
«Έ, μα αυτό είναι η ρίζα του κακού, Καπετάνιε» απάντησε ο Μιχάλης.
«Μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων, να μην σκέφτονται τίποτα για το καλό της Πολιτείας, παρά μόνον ο καθένας για τα προσωπικά του συμφέροντα. Αυτό, όμως, είναι σίγουρη πορεία για το γκρεμνό. Στο βαπόρι που κυβερνούσες εσύ Καπετάνιε, με ένα κουμπί μπορούσες να βάλεις φουλ τις μηχανές, στην πολιτική, όμως, η δύναμη είναι ο Λαός και άμα τον αποκοιμίσεις δεν ξυπνά εύκολα.
Στο βαπόρι, την πορεία σου την είχαν χαραγμένη πάνω στο χάρτη και δεν χρειαζόταν να ρωτήσεις κανέναν, αλλά να δίνεις διαταγές για να πηγαίνει το καράβι σωστά. Με τις διαταγές σε ελεύθερους ανθρώπους, όμως, ξεσπούν φασαρίες στην πολιτική και η χώρα χάνει τη δύναμή της. Στον κίνδυνο εσύ θα έφευγες τελευταίος από το καράβι, ενώ οι αρχηγοί θα ήταν οι πρώτοι που θα το εγκατέλειπαν.
Για να εμπιστευθούν και να ακολουθήσουν οι άνθρωποι τα κόμματα, πρέπει οι αρχηγοί τους, να βρουν την τόλμη, να πάρουν την παλικαρίσια απόφαση, να σταματήσουν να τα κουμαντάρουν σαν να είναι τσιφλίκια τους. Να καταλάβουν ότι το κάθε κόμμα είναι περιουσία αυτών που το ψηφίζουν και έχουν λόγο για το τι πρέπει να γίνεται κάθε φορά. Αυτό που πρέπει να γυρεύουμε από τα κόμματα, όλοι μας, είναι όχι μόνο το να ζητιέται η φωνή των μελών τους, πριν αποφασίζουν οι αρχηγοί, αλλά το να αποφασίζουν τα μέλη και όχι οι αρχηγοί, για το κάθε τι.
Είναι ξεκάθαρο ότι αν μέσα στα κόμματα αποφασίζουν τα μέλη τους τότε, θα υπάρξει ένα καινούργιο πολύ παραγωγικό νταραβέρι ανάμεσα στους άρχοντες, στην Πολιτεία και στους απλούς ανθρώπους, που είναι η μεγάλη δύναμη της χώρας. Η συλλογική φρόνηση του Λαού είναι πολύ πιο δυνατή, από το μυαλό του όποιου αρχηγού, που παρουσιάζεται για σωτήρας.»

Ο Κωσταντής, όσο άκουγε τον Μιχάλη, τόσο σκεπτόταν ότι τελικά οι αρχηγοί έκαναν ό,τι ήθελαν και δεν τους λογάριαζαν καθόλου. Στην ουσία, την γνώμη των απλών ανθρώπων, αλλά και των βουλευτών, που ήταν αντιπρόσωποί τους, την είχαν για τα μπάζα. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν ότι δεν έφταιγαν μόνο αυτοί, αλλά και ο κοσμάκης που τους προσκυνούσε σαν θεούς.
Αψής, όπως ήταν, θύμωσε και τα έβαλε με όλους. :
«Ποιοι νομίζουν ότι είναι όλοι αυτοί, που μας κουμαντάρουν και ποιοι θαρρούν ότι είμαστε εμείς Χτεσινοί δικοί μας ήταν και έχουμε κι εμείς μυαλό να σκεφτούμε το σωστό. Ας μην παριστάνουν, το λοιπόν, τους πολύξερους, που δεν ακούν κανέναν. Τώρα, το βλέπουν και οι ίδιοι ότι, από μόνοι τους, τραβούν λαθεμένη ρώτα. Ο κόσμος έχει δείξει ότι άμα τον ρωτούν τρέχει και παίρνει μέρος, όπως για τους δήμους, τους συνεταιρισμούς τους συλλόγους και γίνονται τόσα καλά πράγματα. Αυτοί θαρρούν πως μπορούν να τα κάνουν όλα μοναχοί τους, μα είναι βαθειά νυχτωμένοι. Γι’ αυτό και τα έχουν κάνει θάλασσα. Αφού δεν καταλαβαίνουν ότι πρέπει να βάλουμε κι εμείς το χεράκι μας, για να πάει μπροστά ο τόπος, πρέπει να το απαιτήσουμε εμείς. Άμα θα έρθει ο βουλευτής εγώ θα του το πω κατάμουτρα, για να καταλάβει πως ξυπνήσαμε πια.»

Στην παρέα ήταν και ο Γιάννης, με το τετράγωνο μυαλό, που άκουγε τα θυμωμένα λόγια του Κωνσταντή και σκεφτόταν ότι τέτοιες φωνές ήταν πολύ χρήσιμες. Για να μάθει, όμως ο Κωσταντής, να αποφασίζει σωστά, το τι χρειάζεται η Πολιτεία, θα έπρεπε να εκπαιδευτεί πρώτα μέσα στο κόμμα του. Τα κόμματα πρέπει να γίνουν σχολεία που θα μαθαίνουν οι απλοί άνθρωποι να σκέπτονται και να ενεργούν δημοκρατικά. Με το θάρρος που είχε να λέει, χωρίς επιφυλάξεις, την γνώμη του, τους είπε :
«Όταν κάποιος θέλει να τον λένε αρχηγό, δεν κάνει για δημοκρατικό κόμμα. Η σωστή ονομασία είναι Πρόεδρος. Ο αρχηγός, τους θέλει όλους στα πόδια του, για να τους δίνει διαταγές και όλοι να τον υπακούν. Ο Πρόεδρος, πριν πάρει μια απόφαση, τους ρωτάει όλους, διότι τους θεωρεί όμοιους με εκείνον. Δεν δίνει διαταγές, αλλά κρατά ένα μόνιμο διάλογο, με τους γύρω του και με τους παρακάτω. Του αρέσει να νοιώθει ότι οι άνθρωποι νοιώθουν ελεύθεροι να λένε τις γνώμες τους, όσο κι αν είναι διαφορετικές από την δική του, τις σέβεται και τις υπολογίζει την ώρα των αποφάσεων. Κι αυτούς που σκέπτονται διαφορετικά από εκείνον, δεν τους κοιτάζει σαν μαύρα πρόβατα, ούτε άμα μαζευτεί καμμιά παρέα, με την ίδια γνώμη, θαρρεί πως είναι μια από τις επτά πληγές του Φαραώ.
Αντίθετα, καμαρώνει όταν στις συζητήσεις, ο καθένας λέει ό, τι σκεφτεί. Έτσι, εκτός που οι αποφάσεις είναι πιο σωστές, ξεπηδούν και καινούργιοι άρχοντες, πιο ικανοί, διαλεγμένοι από τα μέλη, που στα μάτια τους ο λαός θα είναι κυρίαρχος και το θέλημά του σεβαστό.»

Ο κυρ Βασίλης, που η αδυναμία του ήταν να πίνει μελόρακη και στο διάστημα, που μιλούσαν οι άλλοι, είχε πιεί δυο, παράγγειλε την τρίτη, γυρίζοντας στον αέρα το ποτήρι του ανάποδα, για να δείξει της Πολυξένης, ότι ήταν άδειο.
Όσο άκουγε να λένε τόσα παλαβά πράγματα για τα κόμματα της χώρας τους, που πρώτη βρήκε την δημοκρατία, συλλογιζόταν πόσο διαφορετικά ήταν στις άλλες χώρες που έζησε. Στενοχωριόταν και θα ήθελε να είναι πιο νέος για να ανακατευτεί με τα πολιτικά, αλλά τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να τους πει δυο κουβέντες για να ξέρουν τι γίνεται αλλού.
«Στα κόμματα, στο εξωτερικό, είναι γραμμένοι κάθε λογής άνθρωποι, που συνεννοούνται αναμεταξύ τους και αποφασίζουν τον τρόπο που το κάθε τι θα γίνει έτσι, ώστε να ταιριάζει το προσωπικό τους συμφέρον, με αυτό της Πολιτείας. Η δουλειά του Προέδρου είναι να κάνει το κουμάντο για να παίρνονται οι αποφάσεις από τους άλλους και όχι να υπακούουν στις διαταγές του. Αν κάποιος, καθίσει στην προεδρική καρέκλα και αρχίσει να δίνει διαταγές, πράγμα πολύ σπάνιο, τον στέλνουν στον αγύριστο. Τα μελλοντικά προγράμματα, οι πολιτικές θέσεις που παίρνονται, για το κάθε τι που παρουσιάζεται, όλα αποφασίζονται μέσα από συζητήσεις που παίρνουν μέρος όλα τα μέλη του κόμματος.
Ο Πρόεδρος φροντίζει να συμμετέχουν όλοι, να μονοιάζουν, να μοιράζεται η δουλειά, να αναλαμβάνει ο καθένας όποιο κομμάτι θέλει, αλλά και να έχει την ευθύνη του, να υπάρχουν πολλές πρωτοβουλίες και λίγες απαγορεύσεις.
Έτσι, το κόμμα γίνεται δυνατό και ο Πρόεδρος παρουσιάζεται στον κόσμο με κύρος, έτοιμος να αναλάβει το κουμάντο όλης της χώρας.»

Ο Πρόεδρος του χωριού, που όταν έρχονταν οι βουλευτές από τα διάφορα κόμματα, έπρεπε να τους μιλά για τα προβλήματα του χωριού, είχε και αυτός τον καημό του. Κάθε φορά, ως που να πει μια λέξη αυτός, έλεγαν δέκα εκείνοι. Στην ουσία έρχονταν για να πουν και όχι για να ακούσουν . Τράβηξε, λοιπόν, μια ρουφηξιά από το ποτήρι του, στριφογύρισε το κομπολόι στο χέρι του και με μια ματιά που ήταν σαν να κοίταζε το αύριο τους είπε :
«Γνώρισα πολλούς άρχοντες, βουλευτές, μίλησα μαζί τους, μα πολύ λίγες φορές ένοιωσα ότι πρόσεχαν αυτά που τους έλεγα, Με χτυπούσαν στην πλάτη, έλεγαν «εν τάξει Πρόεδρε» και από εδώ πάνε οι άλλοι. Το έχω, λοιπόν, καημό να μάθω για ένα Πρόεδρο κόμματος, σ αυτή τη χώρα που γέννησε την δημοκρατία, να είναι δημοκράτης. Να ονειρεύεται να κουμαντάρει τον τόπο μας, όχι σαν αφεντικό των πολλών, αλλά σαν υπηρέτης τους. Να πιστεύει ότι μόνο αν έχει ανοιχτά τα αυτιά του και λίγα τα λόγια του, θα τα καταφέρει καλά. Κι αυτό θα έχει φανεί, με το πώς γίνεται το κουμάντο μέσα στο κόμμα του. Να δοκιμάσει και να δείξει, σε όλους, όσα προοδευτικά έχει στο μυαλό του. Να ονειρεύεται σπουδαία έργα, που θα τα επιτύχει, όμως, σε συνεργασία με τα απλά μέλη και όχι σαν αφεντικό τους. Να τα πείσει, με το παράδειγμά του, ότι το δικό τους συμφέρον εξαρτάται από το αν θα πάει το κόμμα μπροστά και μόνο όλοι μαζί μπορούν να το πετύχουν. Πως ο ίδιος δεν είναι σωτήρας, αλλά παίρνει επάνω του το πιο μεγάλο βάρος για να οδηγήσει το κόμμα στη νίκη.
Ένας τέτοιος Πρόεδρος είναι σίγουρο ότι θα γίνει καλός Πρωθυπουργός και θα μπορεί να φέρει στην χώρα την μόνιμη ευημερία. Δεν βλέπω, όμως, φως. Εκτός και αν εμείς ξυπνήσουμε και υποχρεώσουμε τους πολιτικούς να μας υπολογίζουν, όπως μας πρέπει»

Μην στενοχωριέσαι Πρόεδρε, του είπε η κυρία Πολυξένη, που φτιάχνοντας καφέδες και ρακές παρακολουθούσε, πότε την μια και πότε την άλλη συζήτηση, στα τραπεζάκια του καφενείου της. Μην στενοχωριέσαι, μα όλα θα φτιάξουν. Έφτιαξαν;  Έ, αυτό είναι μια άλλη ιστορία

(Visited 57 times, 1 visits today)

Προσθήκη νέου σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *