Σταθερό διοικητικό σύστημα και ενιαία διοικητική διαίρεση
Στη Χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας, ένας καινούριος άρχοντας, που είχε αναλάβει το πόστο στο γκουβέρνο, για το πώς οι απλοί άνθρωποι είναι μοιρασμένοι στα χωριά, αποφάσισε ότι ήταν πολλά και έπρεπε να τα ενώσει μεταξύ τους. Δεν νοιάστηκε, καθόλου, να σκεφτεί ότι κάποιος λόγος υπήρχε που επί αιώνες υπήρχε το κάθε χωριό ξεχωριστά και να ρωτήσει αν ήθελαν, ή όχι, αυτό το ένωμα οι κάτοικοι του κάθε χωριού.
Οι άνθρωποι ξαφνιάστηκαν με αυτό το αθέλητο ένωμα και άρχισε πολλή κουβέντα στο καφενείο της Πολυξένης, στο Ηλιόφωτο.
Οι πιο πολλοί έλεγαν ότι αντί να κοιτάξουν οι άρχοντες, να φτιάξουν τις υπηρεσίες του Δημόσιου, που καταταλαιπωρούσαν τον κοσμάκη, χαλούσαν τα χωριά, που χιλιάδες χρόνια, τώρα, είχαν μάθει οι άνθρωποι να κατοικούν και να συνεννοούνται μεταξύ τους, καυγαδίζοντας και φιλιώνοντας.
Ο Κωσταντής, μάλιστα, είχε πάρει φόρα και φώναζε πως με κανένα τρόπο δεν ανεχόταν να αποφασίζουν μαζί με ξένους ανθρώπους, το τι θα γινόταν στο δικό τους χωριό..
Για τον Μιχάλη, όμως και τους άλλους γραμματισμένους, το πιο σοβαρό ήταν ότι η γραφειοκρατία των αρχόντων και των δημόσιων υπαλλήλων, αντί να διευκολύνουν την παραγωγή και να καλύπτουν τις ανάγκες των απλών ανθρώπων, είχαν μετατραπεί σε ένα σκουριασμένο μηχανισμό, που εμπόδιζε κάθε κίνησή τους προς τα εμπρός.
Με συννεφιασμένο ύφος, λοιπόν, κάποια στιγμή που έπιναν καφέ, ο Μιχάλης είπε στους υπόλοιπους :
«Η γραφειοκρατία καθιερώθηκε, μέσα στους αιώνες, σαν απαραίτητος οργανωμένος τρόπος, για να νοιώθει και να είναι ο απλός άνθρωπος κοντά στο κουμάντο της χώρας του. Εμείς, όμως, τυραννιόμαστε από τους νόμους και τις υπηρεσίες. Το κουτσουρεμένο Σύνταγμά μας άφησε παράθυρα στους άρχοντες να διορίζουν πολλούς στο δημόσιο, σε άχρηστες θέσεις, που πολύ λίγο νοιάζονται για το πώς θα καλύψουν τις ανάγκες των απλών ανθρώπων και πως θα τους διευκολύνουν στις δουλειές τους.
Οι μόνοι που κερδίζουν με τους άχρηστους διορισμούς, είναι οι άρχοντες, που εξαγοράζουν την ψήφο του κοσμάκη, με ένα ζημιάρικο για την Πολιτεία μας τρόπο. Είναι μια απαράδεκτη συναλλαγή, σε βάρος των πολλών. .
Προστέθηκαν, έτσι, ανώφελες διαδικασίες, άσκοποι έλεγχοι, ατέλειωτες εγκρίσεις, περιττά πιστοποιητικά, άχρηστες επιτροπές, αδικαιολόγητες θεωρήσεις και όλα αυτά που αντί να μας βοηθούν, μας ταλαιπωρούν, χωρίς να προσφέρουν τίποτα και χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος ύπαρξής τους.
Η Πολιτεία μας, είναι χτισμένη έτσι, ώστε να έχει άρχοντες που να τους αρέσει να διατάζουν, μα να είναι άχρηστοι στο να την κουμαντάρουν αποτελεσματικά. Επειδή, λοιπόν, δεν μπορούσαν, να λύσουν τα προβλήματά μας, ώστε να τους ψηφίζουμε, βρήκαν το κόλπο των διορισμών, που δεν κοστίζει τίποτα στους ίδιους, μα μαραζώνει το κράτος. Εξασφαλίζουν τις ψήφους μιας ολόκληρης οικογένειας, με το να δίνουν μια αργομισθία σε έναν νέο άνθρωπο που έχει ανάγκη για δουλειά. Χρησιμοποιούν ένα νταραβέρι, που και ζημιώνει αδικαιολόγητα το δημόσιο πορτοφόλι, σπαταλώντας ασυλλόγιστα τα έσοδά του και έναν νέο άνθρωπο, κατάλληλο για την παραγωγή, τον αχρηστεύει. Αυτός ονειρεύεται να δημιουργήσει κάτι σπουδαίο και αυτοί τον βάζουν να μουτζουρώνει χαρτιά. Το ρουσφέτι, όπως το ξέρουμε και το λέμε όλοι, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως το πολιτικό μας καράβι είναι ναυαγισμένο.»
Είχε αρχίσει να βραδυάζει και η ψύχρα του δειλινού υποχρέωσε την παρέα να σηκωθούν από τα καθίσματα της πλατείας και να μπουν μέσα στο καφενείο. Ήταν όλοι συλλογισμένοι από αυτά που είπε ο Μιχάλης και αφού αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες απογοήτευσης, τον λόγο πήρε ο πάντα πραχτικός, μα και ενημερωμένος, Γιάννης. Έχοντας μάθει από την δουλειά του, σαν μηχανικός που ήταν, να σχεδιάζει και να κατασκευάζει σπίτια, μπορούσε να βλέπει τα πράγματα σωστά και στο σύνολο και σε κάθε λεπτομέρεια. Είπε, λοιπόν :
«Μα δεν είναι μόνο το ρουσφέτι, που ζημιώνει τον τόπο, βολεύοντας έναν και αδικώντας πολλούς. Είναι και πως από τα Υπουργεία μέχρι την τελευταία υπηρεσία της Πολιτείας, αλλάζουν συνέχεια, σαν το νερό που τρέχει σκορπισμένο. Κάθε φορά που αλλάζει το γκουβέρνο, οι νέοι άρχοντες γκρεμίζουν τα παληά και χτίζουν νέα υπουργεία για το κουμάντο και άντε πάλι από την αρχή, η διάλυση και το πρόχειρο ξαναχτίσιμο.
Άσε, που αλλιώς είναι μοιρασμένα τα κομμάτια της Χώρας μας, για τις εκλογές, αλλιώς για τα δικαστήρια, αλλιώς για τα νοσοκομεία και καμμιά δεκαριά ακόμη αλλιώς. Χώρισμα, που εκτός από μας, μπερδεύει τους ίδιους τους υπαλλήλους της Πολιτείας, που και να θέλουν να μας εξυπηρετήσουν δεν το μπορούν. Και εμείς οι ίδιοι ψάχνουμε, τις περισσότερες φορές, ρωτώντας εδώ κι’ εκεί, για να βρούμε από που να γυρέψουμε αυτό που θέλουμε, διότι ό ένας μας στέλνει στον άλλο.
Τα κομμάτια της Χώρας μας, έπρεπε να είναι σταθερά και ίδια, για όλα τα υπουργεία και τους οργανισμούς τους και οι δημόσιες υπηρεσίες να μην αλλάζουν, από κανέναν. Ακριβώς, όπως είναι χωρισμένα τα χωράφια μας, που δεν αλλάζουν, άμα αλλάξει ο νοικάρης, ή τα αγοράσει άλλος ιδιοκτήτης. Μόνο οι μπαγαμπόντηδες προσπαθούν να αλλάζουν τα σύνορα, προς το συμφέρον τους.
Με τις διοικητικές αλλαγές ολοένα, σκουντουφλάνε τα πράγματα και δεν πάμε μπροστά. Από τη μια οι άρχοντες που έχουν απαίτηση να κάνουν οι υπάλληλοι τα δικά τους και από την άλλη οι ίδιοι οι υπάλληλοι, που όλο μπερδεύονται, με τις αλλαγές, χάνουν το κέφι τους, παύουν να παίρνουν ευθύνες επάνω τους και όλα μπλοκάρονται. Όταν, όμως, η πρόοδος των ανθρώπων και η προκοπή της Χώρας εμποδίζονται από τη μηχανή που είναι προορισμένη να τις διευκολύνει, τότε το πονηρό νταραβέρι, ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στους άρχοντες, γίνεται καταστρεπτική αναγκαιότητα. Η ψήφος, αντί επιλογή του άξιου άρχοντα, γίνεται είδος προς ανταλλαγή και το ρουσφέτι πάει σύννεφο.
Εκείνοι, που θέλουν να κάνουν μεγάλες δουλειές, για να ξεμπλέξουν από τα γρανάζια της σκουριασμένης μηχανής, βρίσκουν τρόπους να λαδώσουν, άρχοντες και υπαλλήλους, ώστε να κάνουν την δουλειά τους γρήγορα, έστω κι αν δεν είναι και πολύ νόμιμη. Οι απλοί άνθρωποι, όμως, ταλαιπωρούνται.
Είναι σίγουρο, όμως, ότι οι πιο πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, που λαδώνουν και λαδώνονται, δωροδοκώντας και δωροδοκούμενοι, δεν είναι παληάνθρωποι και διεφθαρμένοι από την φύση τους και δεν τους αρέσει αυτό το παράνομο νταραβέρι. Η σκουριασμένη κρατική μηχανή τα σπρώχνει να πάνε προς τα εκεί. Η ανακατωσούρα και η σκουριά της, φέρνουν την κομπίνα και τους λαδιάρηδες.
Το πιο συνεχόμενο, το πιο ζημιάρικο και το πιο αχόρταγο αλισβερίσι της πολιτικής μας ζωής και μαζί το πιο ατιμώρητο, από τα χάλια που της έφεραν οι άρχοντες, είναι η καταστροφή της δημόσιας διοικητικής μηχανής, που αντί να φέρει την εξουσία κοντά στον πολίτη, έδωσε μια ακόμη πολύ δυνατή κλωτσιά στην οικονομία προς τα κάτω.»
Εκεί σταμάτησε ο Γιάννης, κάνοντας μια κίνηση βαρεσιάς, πως και καλά τα έχουμε πει ξανά αυτά, πολλές φορές. Ο κυρ Γιώργης, όμως, που ήταν λίγο παραπάνω διαβασμένος από τους άλλους μεροκαματιάρηδες, αναρωτήθηκε σιγομουρμουρίζοντας, πως θα έπρεπε να είναι η δημόσια διοίκηση, ώστε να βοηθά τους απλούς ανθρώπους να προοδεύουν και το κράτος να δυναμώνει.
Στην παρέα ήταν και ο Μενέλαος, που είχε εκλεγεί παληά άρχοντας και όλοι τον παρότρυναν να απαντήσει εκείνος, στην απορία του κυρ Γιώργη, διότι όλοι ενδιαφέρονταν να μάθουν το σωστό. Δέχτηκε ο Μενέλαος να πει την γνώμη του, μα ποια ήταν θα το διαβάσουμε στο επόμενο ιστοριάκι της Τετάρτης.