Η αλήθεια, για την εξουσία, σαν Παραμύθι

Είχαν περάσει αρκετές ημέρες, από τότε που ο νεαρός, Βαγγέλης, με τις πολλές απορίες, είχε ζητήσει από τον παληό Δάσκαλο, να τους πει, πως το σημερινό τους κράτος δεν απόκτησε από την αρχή έναν τρόπο κουμάντου, που και ο Λαός και η Χώρα τους να προοδεύει, χωρίς κρίσεις.

Ήταν μια δύσκολη ερώτηση για τον Δάσκαλο, που δεν ήθελε να ανακατεύεται στους κομματικούς τσακωμούς, αλλά θεώρησε υποχρέωσή του να εξηγήσει, όσο πιο αντικειμενικά μπορούσε, πως φτάσανε σ’ αυτήν την κακή κατάσταση.

Παίδεψε, πολύ, στο μυαλό του την απάντηση και μια μέρα, που έπινε με την παρέα του και τον Βαγγέλη το καφεδάκι του, στο καφενείο της Πολυξένης, τους είπε ότι δεν θέλει να χαλάσει το χατίρι του Βαγγέλη και τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν να συνεχίσει και να τον ακούσουν, για λίγο ακόμη :

«Όπως όλοι ξέρετε, η φυλή μας κατάγεται από την σπουδαία εκείνη πολιτεία, που έμαθε σε όλους τους λαούς, πως να κυβερνιώνται δημοκρατικά. Μα με τους πολλούς αιώνες που ήταν υποταγμένη κατάντησε να έχει τους πιο πολλούς ανθρώπους της φτωχούς και αγράμματους. Ήταν όμως γενναίοι πολεμιστές. Μετά από πάρα πολλά χρόνια, βρήκαν την ευκαιρία και κατάφεραν να διώξουν τους κατακτητές που τους βασάνιζαν και απόκτησαν ένα δικό τους ελεύθερο κράτος, την Χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας.

Αφού ρώτησαν τους σοφούς της εποχής, πως θα κυβερνιόταν καλύτερα το καινούριο τους κράτος, αποφάσισαν να βάλουν έναν Βασιληά, για να κάνει κουμάντο, όπως είχαν και τα άλλα κράτη.

Ο Βασιληάς έπρεπε να είναι από βασιλική γενηά, μα ο Λαός αυτός αιώνες σκλαβωμένος, δεν είχε πρίγκηπες και βασιλόπουλα, μα μόνο πολεμιστές, εμπόρους, βοσκούς, ψαράδες και σκαφτιάδες.

Ζήτησαν, λοιπόν, από τους άλλους λαούς, να τους δώσουν ένα δικό τους πριγκιπόπουλο, μαζί με κάμποσους σοφούς της χώρας τους, για να τους κυβερνούν μέχρι να προοδεύσουν. Διάλεξαν, με εκλογές, και 300 δικούς τους ανθρώπους που μαζί με τον Βασιληά και τους σοφούς του, θα τους κυβερνούσαν. Αυτούς τους ονόμασαν βουλευτές, όπως τους έλεγαν οι αρχαίοι τους πρόγονοι.

Οι ξένοι σοφοί, όμως, που ήταν πολύ σπουδαίοι στην χώρα τους, δεν καταλάβαιναν ούτε την γλώσσα, ούτε τι σόι άνθρωποι ήταν οι ντόπιοι, που ήρθαν να τους κυβερνήσουν και γρήγορα προκάλεσαν γκρίνιες και διχόνοιες, ανάμεσα στο Λαό.
Έτσι ο Λαός αποφάσισε να κρατήσει τον Βασιληά, αλλά να διώξει τους ξένους συμβούλους του. Ανάμεσα στο Βασιληά, στους Βουλευτές και στο Λαό, υπογράφτηκε, τότε, μια συμφωνία, για το τι έπρεπε να κάνει η κάθε μεριά και την ονόμασαν Σύνταγμα.

Επειδή οι πολλοί άνθρωποι ήταν αγράμματοι, αφού διάλεξαν, από τους λίγους γραμματισμένους, τους καλύτερους, τους έδωσαν το δικαίωμα να αποφασίζουν αυτοί για όλα. Ο Βασιληάς ανάλαβε να τους παρακολουθεί να μην κάνουν πράγματα, που θα ζήμιωναν το Κράτος και τον Λαό. Το μόνο που κράτησαν για τον εαυτό τους, οι απλοί άνθρωποι, ήταν να τους διαλέγουν, με εκλογές, κάθε 4 χρόνια.

Οι βουλευτές, που ένιωθαν πια σαν άρχοντες, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους, κάνανε ξεχωριστές παρέες, που τις ονόμασαν κόμματα και το κάθε κόμμα έπρεπε να ορίζει τον αρχηγό του, μα γινόταν το ανάποδο. Κάθε ένας, που ήθελε, έκανε κόμμα και όριζε τον εαυτό του για αρχηγό. Ο Λαός ψήφιζε αυτόν που θεωρούσε καλύτερο και τον έκανε Πρωθυπουργό, που στην πράξη αποφάσιζε για όλα.

Πέρασαν, έτσι, χρόνια πολλά και ενώ ο Λαός που ήταν έξυπνος και δουλευταράς, όλο και προόδευε, το κράτος έμενε όλο και πιο φτωχό.

Έγιναν επαναστάσεις, τσακωμοί, φασαρίες και σκέφτηκαν πως γι’ αυτό μπορεί να φταίει ο ίδιος ο Βασιληάς. Έδιωξαν, λοιπόν, τον παληό και έφεραν καινούργιο, μα πάλι τα πράγματα δεν έφτιαξαν. Φταίνε οι Βασιληάδες, είπαν κάποιοι, που είναι από ξένη γενηά. Πότε τους έδιωχναν, πότε τους ξαναγύριζαν, μέχρι που αποφάσισαν να μην έχουν καθόλου Βασιληά.

Υπόγραψαν ένα καινούργιο Σύνταγμα, που έγραφε ότι στη θέση του Βασιληά, θα έβαζαν έναν δικό τους Αρχηγό του Κράτους.

Συμφώνησαν ότι αυτός θα υπερασπιζόταν τον Λαό, άμα η κυβέρνηση δεν τα πήγαινε καλά, ότι θα τον διάλεγαν οι βουλευτές, μόνοι τους, κάθε 4 χρόνια και τον ονόμασαν Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Έλα, όμως, που δεν άρεσε στους αρχηγούς των κομμάτων και στους άρχοντές τους ο έλεγχος, γιατί είχαν καλομάθει και ήθελαν να έχουν όλο το κουμάντο μόνοι τους. Πήραν, λοιπόν, μια απόφαση μεταξύ τους, ότι ο Πρόεδρος θα ήταν μόνο για τα μάτια εκπρόσωπος του κράτους και δεν θα είχε κανένα δικαίωμα να τους ελέγχει. Έτσι, χωρίς πια κανένα έλεγχο, ούτε από τον Πρόεδρο, ούτε από το Λαό, όποιος κέρδιζε τις εκλογές, έκανε ό,τι ήθελε, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.

Οι Πρωθυπουργοί έγιναν, έτσι, πιο δυνατοί και από τους Βασιληάδες και όλη την Αυλή τους, που παλαιότερα τους είχαν διώξει γι’ αυτόν τον λόγο. Νοιάζονταν για τον Λαό, ίσα-ίσα όσο χρειαζόταν για να τους ξαναψηφίσουν, ώστε να είναι πάλι Πρωθυπουργοί.

Ο ένας μετά τον άλλο αντί να φροντίζουν να έχει δουλειές ο Λαός και να τον παρακινούν να δουλεύει περισσότερο, ώστε και το κράτος και ο ίδιος ο Λαός να κερδίζει, δανείζονταν όλο και περισσότερα λεφτά από ξένα κράτη, για όλο και πιο πολλά χρόνια.

Ήθελαν να περνούν καλά αυτοί και να περνά καλά και ο Λαός για να τους ψηφίζει. Έτσι, οι πολλοί από τους απλούς ανθρώπους, από προκομμένοι μέρμηγκες, γίνονταν, όλο και πιο πολύ, ακαμάτες τζίτζικες.

Δεν σκέφτονταν καθόλου πως το Αύριο κάποτε γίνεται Σήμερα και τα χρωστούμενα έρχεται πάντα η ώρα που επιστρέφονται. Τα δανεικά τα έδιναν ξένοι πλούσιοι και δυνατοί, που είχαν τον τρόπο να τα παίρνουν πίσω, με τόκους και πανωτόκια.

Όταν, λοιπόν, είδαν πως τα χρωστούμενα ήταν πολλά και πως το κράτος δεν μπορούσε να τα δώσει πίσω, όχι μόνο σταμάτησαν να δίνουν άλλα δανεικά, αλλά απαίτησαν να πληρώσει, ο ίδιος ο κοσμάκης, αυτά που δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω το κράτος.

Έτσι, ήρθε πείνα, δυστυχία και κατατρεγμός στο Λαό, που απορούσε γιατί τον ταλαιπωρούν και τον βασανίζουν. Ήταν, βλέπεις σίγουρος ότι η καλοπέραση ήταν αποτέλεσμα της δικής του δουλειάς. Δεν είχε ιδέα ότι κάποιοι, που δεν τους ήξερε, θα του την έπαιρναν πίσω, διότι αυτοί είχαν δώσει τα δανεικά και ήθελαν τα λεφτά τους πίσω. Αυτό, όμως, το γνώριζαν καλά οι άρχοντες, που κυβερνούσαν και ψήφιζαν να παίρνονται τα δανεικά κάθε χρόνο. Το ήξεραν και οι υπόλοιποι της Αντιπολίτευσης, που δεν τα ψήφιζαν, μα τους βόλευε να κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν, για να φαίνονται καλοί στον Λαό.

Μέσα στο ξάφνιασμα της μεγάλης δυστυχίας του Λαού, ένας από τους αρχηγούς, που ήταν της νέας γενεάς, βγήκε και είπε ότι αυτός έχει τη δύναμη και έχει τον τρόπο να μην πληρωθούν όλα τα δανεικά, ώστε να καλοπερνάει και πάλι ο κόσμος. Είπε, ακόμη, πως θα εύρισκε δουλειές, σε όλους αυτούς που τις είχαν χάσει και θα πέρναγαν όλοι πολύ καλύτερα.

Ο κόσμος τον πίστεψε, όπως έκανε πάντα όταν του έταζαν πολλά, και τον έκανε πρωθυπουργό. Με τα πολλά που τους έλεγε με πολλή σιγουριά, νομίζανε ότι βρέθηκε ένας άνθρωπος, που κατά τα λόγια του, ήταν τόσο δυνατός στη γη, όσο ο Θεός στον ουρανό.»

Ήταν; Θα το πούμε στην άλλη μας συνάντηση, την Τετάρτη.

(Visited 44 times, 1 visits today)

Προσθήκη νέου σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *