Λαϊκός Κυβερνήτης και μαρμαρωμένος βασιληάς

Ένας δυνατός λαός, που επί πολλούς αιώνες ζούσε ελεύθερος, νικήθηκε με τα χρόνια και έμεινε κατακτημένος, από άλλη βάρβαρη φυλή, επί 4 αιώνες. Παρηγοριά κι ελπίδα για τον σκλαβωμένο λαό, έμεινε η παράδοση ότι ο τελευταίος Βασιληάς του, δεν σκοτώθηκε στα τείχη ττης φημισμένης πολιτείας τους, αλλά μαρμάρωσε και κάποια στιγμή θα ξαναζωντανέψει για να τον λευτερώσει και να του δώσει πάλι δύναμη και δόξα.

Άμα κατάφερε, με τον καιρό, να ελευθερωθεί και να κάνει ένα μικρό καινούργιο κράτος, την Χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας, περίμενε ακόμη, ο ελεύθερος πια Λαός, ότι θα ζωντανέψει ο παληός Βασιληάς του και θα κάνει δυνατή την χώρα τους. Δανείστηκε, λοιπόν, προσωρινά έναν Βασιληά, από έναν άλλο φιλικό λαό και μετά άλλον, αλλά δεν πήγαινε καλά η κατάσταση. Όλο γκρίνιες και φασαρίες. Αποφάσισαν, λοιπόν, ότι δεν τους κάνουν οι ξένοι βασιληάδες και θα κάνουν έναν δικό τους δυνατό άνθρωπο αρχηγό τους.

Πάλι, όμως δεν τα πήγαιναν καλά και η μιζέρια και η γκρίνια χαλούσε την ζωή τους. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα πράγματα στην οικουμένη άλλαζαν, οι λαοί δεν είχαν πια βασιληάδες και πρίγκηπες από μεγάλα σόγια, αλλά πρωθυπουργούς και βουλευτές, που τους διάλεγαν οι ίδιοι, ανάμεσά τους, για να τους κυβερνούν. Και πάλι υπήρχαν, δηλαδή, δυνατοί άρχοντες, καλοί και κακοί, μα τώρα μπορούσαν να τους αλλάζουν κάθε 4 χρόνια.

Έτσι, έγινε και στην Χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας, μα στην ψυχή του Λαού παρέμενε, πάντα, η ελπίδα ότι ο μαρμαρωμένος Βασιληάς θα ζωντανέψει και θα τους σώσει από την καταφρόνια και την φτώχεια.

Την ελπίδα αυτήν, που οι γραμματισμένοι και τα αρχοντολόγια ήξεραν ότι ήταν ψεύτικη, όχι μόνο δεν την έβγαζαν από την ψυχή των απλών ανθρώπων, αλλά με χίλιους δυο τρόπους την περνούσαν και στο μυαλό τους. Το έκαναν, για να το εκμεταλλεύονταν διάφοροι και να παρουσιάζονται σαν σωτήρες τους, που αν και πάντα έβγαιναν ψεύτικοι, οι απλοί άνθρωποι, ήθελαν να πιστεύουν ότι ο επόμενος θα είναι ο αληθινός. Αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά, δηλαδή, η ελπίδα για το ζωντάνεμα του μαρμαρωμένου Βασιληά, από την προσδοκία του ερχομού ενός αρχηγού σωτήρα. Έτσι ο Λαός, αντί να ανασκουμπώνεται και να κανονίζει, ο ίδιος, το πώς θα πάει μπροστά ο τόπος του, έμενε άπραγος στα χέρια των πονηρών, που παρίσταναν τους σωτήρες και του υπόσχονταν ότι εκείνοι θα τον κάνουν και πάλι, τρανό και πλούσιο.

Αυτή κατάσταση υπήρχε, ακόμη, στη Χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας, όταν στο παραλιακό ταβερνάκι του Ηλιόφωτου, καθόντουσαν ένας βαρκάρης, δυο ψαράδες, ένας ναύτης, ένα ξέμπαρκος μηχανικός από εμπορικά πλοία και ένας παληός καπετάνιος, που είχε πάρει, πια, σύνταξη. Εκείνες τις μέρες περίμεναν τον νεαρό πρωθυπουργό της χώρας τους, που αυτός, πια, κι αν παρίστανε, λόγω νειότης, τον σίγουρο σωτήρα, να προτείνει νέο Ανώτατο Άρχοντα στην χώρας τους, που είχε τον τίτλο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Θα τον ψήφιζαν οι βουλευτές στην Βουλή. Επειδή, όμως, γενικό κουμάντο έκανε ο πρωθυπουργός στην Βουλή, όποιον διάλεγε, ήταν σαν να τον διόριζε ό ίδιος τον ανώτατο άρχοντα, αντί να τον ψηφίζει ο Λαός.

Η συζήτηση πάνω στην υποκρισία αυτής της κατάστασης, κρατούσε καλά, μα σε μια στιγμή, που είχε σταματήσει, ο ένας από τους ναύτες, ο ξερακιανός και ασπρομάλλης Νικόλας, γύρισε στον καπετάνιο και τον ρώτησε:
«Μα τι σόι ανώτατος άρχοντας είναι αυτός ο Πρόεδρος, Καπετάνιε, που τον διορίζει ο Πρωθυπουργός. Είναι σαν να διαλέγει στο βαπόρι, ο ύπαρχος με τους άλλους αξιωματικούς, τον καπετάνιο. Πότε, Καπετάνιε, θα είχες περισσότερη δύναμη για να κυβερνάς καλύτερα το βαπόρι; Αν σε διάλεγαν και σένα έτσι, ή αν σε διάλεγαν όλοι μαζί αξιωματικού, ναύτες και επιβάτες;»

Ο θαλασσοδαρμένος καπετάνιος χαμογέλασε και του είπε:
«Μα γιατί με ρωτάς Νικόλα, αφού ξέρεις μόνος σου την απάντηση Αλλοίμονο στον καπετάνιο, που θα εξαρτιέται από τους αξιωματικούς του βαποριού. Μόλις τους χαλάσει ένα χατίρι, θα θέλουν να τον ξεφορτωθούν, διαλέγοντας άλλον. Για να είναι σίγουρο το ταξείδι, η προσταγή του καπετάνιου πρέπει να έχει πολλή δύναμη, που μόνο όλοι μαζί, όσοι είναι στο βαπόρι, μπορούν να του την δώσουν. Και πάλι, μόνο αυτοί, όλοι μαζί, με γενικό ξεσηκωμό να μπορούν να του πουν όχι.

Μα τώρα, Νικόλα, δεν είναι ώρα να κουβεντιάζουμε για τα βαπόρια. Το μεροκάματο γίνεται όλο κα πιο δύσκολο και οι συντάξεις λιγοστεύουν, με αυτόν τον τρόπο που κυβερνιόμαστε. Πρέπει να αλλάξει σύντομα, αλλιώς θα πάμε κατά διαόλου κι εμείς και η Πολιτεία.

Ο κόσμος έχει μάθει να τα περιμένει όλα από τους πολιτικούς, όπως παληά από τους βασιληάδες. Έχει βολευτεί με την ελπίδα πως θα τον σώσουν οι πρωθυπουργοί από την φτώχεια, χωρίς να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους οι ίδιοι. Μόνο να τους βρίζουν, τον έναν μετά τον άλλον, όμως κατάληξε η κατάσταση, μια και δεν μπορούν να φέρουν την πρόοδο.

Από την άλλη, οι πρωθυπουργοί που κυβερνούν, κοιτάζουν να κάνουν τα τσαλίμια τους με τους βουλευτές, ώστε να κάνουν ό,τι θέλουν για το συμφέρον τους, χωρίς να μπορεί κανένας να τους σταματήσει. Κανόνισαν, λοιπόν, να διαλέγουν μόνοι τους και τον ανώτατο άρχοντα, έτσι που να τον έχουν του χεριού τους, σαν μια φιγούρα για τις γιορτές. Αν σκεφτείς, κι εμείς, τώρα, από περιέργεια περιμένουμε να μάθουμε ποιος θα είναι. Μετά κανένας δεν θα νοιάζεται, για το τι λέει και τι κάνει. Ε, αυτό άμα τραβήξει κι άλλο, θα καταστραφεί η Χώρα μας.»

Όλοι άκουγαν, με προσοχή, όλα αυτά που έλεγε ο καπετάνιος και κουνούσαν αποκαρδιωμένοι το κεφάλι τους συμφωνώντας πως έτσι είναι.

Ο ξέμπαρκος μηχανικός, που από την δουλειά του είχε μάθει να είναι πολύ πρακτικός άνθρωπος, προσπαθούσε να συνταιριάσει, μέσα στο μυαλό του, αυτά τα ανάποδα πράγματα που έφερναν την καταστροφή στη χώρα τους και τον ανάγκαζαν να ταξιδεύει στους ωκεανούς, για να βγάζει το ψωμί της οικογένειάς του. Από την μια, σκέφτηκε, οι αρχηγοί ήθελαν να είναι παντοδύναμοι και έπαιρναν την δύναμη από τους βουλευτές, που τους την παραχωρούσαν για το δικό τους συμφέρον.

Από την άλλη, ο κοσμάκης γύρευε σώνει και καλά αρχηγό σωτήρα. Θυμήθηκε ότι ο Πάππος του έλεγε, πώς ο καλύτερος τρόπος για να γλυτώσεις από μια καταστροφή είναι να χρησιμοποιήσεις την αδυναμία αυτού που σε καταστρέφει για δική σου δύναμη, για δικό σου καλό. Σκέφτηκε, λοιπόν, πως αν συνδυαστούν αυτά τα δυο αρνητικά, μπορεί να βγει ένα θετικό. Και στην δουλειά του, με δυο άχρηστα εργαλεία, έφτιαχνε ένα χρήσιμο. Πήρε, λοιπόν, τον λόγο και είπε:
«Αφού, όπως λέει ο καπετάνιος, ο κόσμος θέλει σώνει και καλά έναν άρχοντα που να του εμπιστεύεται την σωτηρία του, ας διαλέγουμε, τουλάχιστον, εμείς οι ίδιοι και όχι τα κόμματα, αυτόν που θα μας κυβερνά. Να του δίνουμε εμείς δύναμη, σαν αυτή που έχει ο καπετάνιος του βαποριού. Να χαράζει αυτός την πορεία της Πολιτείας και να διαλέγει για υπουργούς του, όπως το πλήρωμα ο καπετάνιος, όποιους θέλει, κι όχι να κάνει παζάρια με τους βουλευτές. Να πηγαίνει την Πολιτεία, σύμφωνα με τους Νόμους, που θα αλλάζουν μόνο αν συμφωνούν και οι βουλευτές, και να μην τον κουνά κανένας από την θέση του. Έτσι, αυτός θα έχει πραγματική δύναμη, όπως θέλουν οι αρχηγοί-σωτήρες, μα θα την χρωστά σ εμάς και θα μας νοιάζεται. Εμείς, μόνο, θα μπορούμε να τον αλλάξουμε, άμα βγει σκάρτος. Να τον λέμε Κυβερνήτη, όπως γράφουν στα χαρτιά τον Καπετάνιο. Έτσι, έλεγαν και τον πρώτο που κυβέρνησε, στην αρχή, το νέο κράτος μας και μπορούσε να το κάνει σωστό, μα τον σκοτώσαμε οι ίδιοι. Ο Κυβερνήτης, είναι σίγουρο ότι θα νοιάζεται για το δικό μας καλό και θα μπορεί να το κάνει, αφού θα του δίνομαι εμείς την δύναμη.

Από την μεριά μας, να κρατήσουμε το δικαίωμα, να μπορούμε να προτείνουμε και να αποφασίζουμε μόνοι μας πράγματα, άμα δυσκολεύουν οι καταστάσεις.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από την πολιτική, μα το πρακτικό μου μυαλό, σκέφτεται πως αυτό ταιριάζει στην Πολιτεία μας, με βάση τις κουβέντες του καπετάνιου, που στο κάτω-κάτω κυβέρνησε βαπόρια και βαπόρια και έκανε μακρινά ταξείδια με φουρτούνες σε ωκεανούς και άγριες θάλασσες. Αυτοί που θέλουν να κάνουν κουμάντο σε ολόκληρο τον λαό μας, τι έχουν άραγε κυβερνήσει στην ζωή τους και πόσο καλά; Αυτό πρέπει να αναρωτιόμαστε για να διαλέγουμε σωστά σε ποιόν θα παραδίνουμε το τιμόνι της δικής μας ζωής.»

Είχε πια αδειάσει και το τελευταίο μισόκιλο, όταν σταμάτησε ο Μηχανικός τις κουβέντες του, που δεν ήταν λόγια του κρασιού, μα σκέψεις που όλους τους απασχολούσαν, διότι άμα κυβερνιόταν σωστά η Πολιτεία, όλοι θα μπορούσαν να έχουν ένα καλό μεροκάματο. Λίγο πολύ όλοι συμφώνησαν μαζί του, μα πιο πολύ τον επαίνεσε ο καπετάνιος, που πέρασε μέσα του βαθειά η ιδέα του Κυβερνήτη της Πολιτείας. Κυβερνήτης που δεν θα έβγαινε από τα κόμματα, αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους και θα τον αγαπούσαν σαν δικό τους άνθρωπο.

Ο ήλιος κόντευε να δύσει στα βουνά του αντικρινού νησιού και όλοι τους, σαν θαλασσινοί, είχαν μάθει να προσκυνούν το βασίλεμά του. Μα αυτό ήταν κάτι που το έκανε ο καθένας μοναχός του κι έτσι χώρισαν, με την ευχή, την άλλη μέρα που θα έρθει, να είναι πιο φωτεινός, για να πάνε όλα καλύτερα.

Πήγαν; Έ αυτό είναι πια άλλη ιστορία.

(Visited 27 times, 1 visits today)

Προσθήκη νέου σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *