Πρυτανεία της Δημοκρατίας αντί Συνταγματικό Δικαστήριο

Ο αέρας φυσούσε δυνατά και το κρύο ήταν τσουχτερό, στο Ηλιόφωτο, το χωριό που είχε επισκεφθεί ο βουλευτής της περιοχής. Οι συναντήσεις και οι ευχές του, για τα Χριστούγεννα, με τους ντόπιους είχαν τελειώσει, και είχε καθίσει με τους εκεί φίλους του, να πιούν μια μελόρακη, ποτό που ζέσταινε το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου. Και το μέλι και η ρακή ήταν άφθονα στην περιοχή, και τις μέρες του κρύου τα ανακάτευαν, τα ζέσταιναν και έφτιαχναν ένα απολαυστικό θερμαντικό ποτό.

Η συζήτηση είχε περάσει από τα προβλήματα του χωριού σ’ εκείνα του κράτους, και ο νεαρός Βαγγέλης, πάντα γεμάτος ερωτηματικά, είπε στον Βουλευτή.
«Έχω μια απορία που δεν έχει σχέση με τα λεφτά, που μας λείπουν, αλλά με το τι γίνεται μέσα στα τα κόμματα. Έχω παρακολουθήσει στην τηλεόραση, πως αν ένας βουλευτής λέει μέσα σε ένα κόμμα κάτι που δεν αρέσει στον αρχηγό του, τον βάζει στο μάτι, όσο κι αν είναι σωστό και τον διαγράφει. Έχουν τα καταστατικά και τα πειθαρχικά και όλα αυτά, μα από ό,τι έχω καταλάβει, όλοι κάνουν ό,τι τους πει ο αρχηγός τους. Που μπορεί να πάει, λοιπόν, αυτός που τον διάγραψαν, να βρει το δίκηο του;

Πήγε να απαντήσει ο βουλευτής, μα ο κυρ Γιώργος τον πρόλαβε και του είπε: «Μια και ο Βαγγέλης έπιασε αυτήν την κουβέντα, έχω κι εγώ μια απορία. Τι είναι αυτά τα καταστατικά, που από την μια λένε ότι είναι σαν ευαγγέλια και από την άλλη τα αλλάζουν συνέχεια σαν πατσαβουρόπανα. Κάνει, κάθε φορά, ο αρχηγός τους ό,τι τον βολεύει και λέει ότι θα το διορθώσουν στο επόμενο Συνέδριο. Δηλαδή λέει ή ότι είναι προφήτης και ξέρει τα μελλούμενα, ή ότι είναι μάγος και κάνει ότι θέλει, ή ότι τα Συνέδριο είναι της πλάκας, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Τι σόι δημοκρατία είναι αυτή που έχουν μέσα στα κόμματα; Δεν έπρεπε να υπάρχει κάποιος που να ελέγχει αν οι αρχηγοί γράφουν στα παπούτσια τους τα καταστατικά, κι αν καμώνονται τα αφεντικά, σαν να είναι τα κόμματα περιουσία τους;»

Με τις ερωτήσεις αυτές, η συζήτηση που είχε αρχίσει να γίνεται ξέγνοιαστη, πήρε ανάποδη τούμπα και σοβάρεψε, παρά που είχαν σταματήσει τις γκρίνιες και είχαν γαληνέψει, πίνοντας την τρίτη μελόρακη.

Βρήκε, λοιπόν, την ευκαιρία ο Κωσταντής, που τον έλεγαν στο χωριό άπιστο Θωμά, διότι όλα τα αμφισβητούσε και μπήκε στην συζήτηση, λέγοντας :
«Και τι πράγματα είναι αυτά, να παίρνουν λεφτά από το κράτος τα κόμματα, δηλαδή από την τσέπη των απλών ανθρώπων και να τα σπαταλούν όπου θέλουν; Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά που λένε ότι υπάρχει έλεγχος, αφού μεταξύ τους παίρνουν τα λεφτά και μεταξύ τους κάνουν τους λογαριασμούς;»

Ο Βουλευτής, μαθημένος να του ζητά ο Πρόεδρος του χωριού πράγματα για το χωριό και όλοι οι άλλοι προσωπικές χάρες, απόρησε που του έκαναν ερωτήσεις για θέματα που ούτε τον ίδιο δεν τον είχαν καλά-καλά απασχολήσει ποτέ. Σκέφτηκε ότι η απογοήτευση, που έφερε η κρίση, έχει κάνει πολλούς να ψάχνουν να βρουν τρόπους να διορθώσουν τα κόμματα, από τα οποία τόσο πολλά είχαν ελπίσει, μα τελικά αυτά πήγαν το κράτος στον γκρεμνό. Οι απλοί άνθρωποι ένιωθαν ότι είχαν λαθέψει, ελπίζοντας πολλά από τα κόμματα και τώρα απελπισμένοι έψαχναν την θεραπεία.

Θα ήθελε να ξεφύγει από το να μπει σε μια κουβέντα για τις θεωρίες που ήξερε επάνω σε αυτά, μα δεν είχε και περιθώρια να μην απαντήσει καθόλου. Τους είπε λοιπόν:
«Έχετε όλοι δίκηο να απορείτε γι αυτά που συμβαίνουν, μα δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε και συμφέρον να αλλάξουν. Για να γίνονται όλοι αυτοί οι έλεγχοι που μου λέτε, πρέπει να υπάρχει ένα ξεχωριστό όργανο της δικαιοσύνης που και να παρακολουθεί και να διορθώνει, τα στραβά που γίνονται μέσα στα κόμματα. Όμως, τα κόμματα πρέπει να είναι ελεύθερα να κάνουν ό,τι νομίζουν για το καλό της Πολιτείας, αφού γι αυτό τα ψηφίζει ο κόσμος. Οι δικαστές πρέπει να παρακολουθούν αν η κυβέρνηση εφαρμόζει το Σύνταγμα, μα το κόμμα είμαστε εμείς οι ίδιοι που της δίνουμε την δύναμη να το κάνει. Πως, λοιπόν, θα τους βάλουμε να είναι πάνω από εμάς; Τότε δεν θα έχουμε Πολιτεία που να κάνει κουμάντο ο Λαός, αλλά οι δικαστές και αυτό δεν είναι δημοκρατικό.».

Ο Βαγγέλης, ο κυρ Γιώργος και ο Κωσταντής απογοητεύτηκαν, που δεν ήταν δυνατόν να διορθωθούν τα στραβά, όπως φάνηκε από αυτά που είπε ο Βουλευτής, μα ο κοσμογυρισμένος κυρ Βασίλης, αναστέναξε και είπε;
«Αχ, έρημη Χώρα μας του Ήλιου και της Θάλασσας, γιατί να είσαι καταδικασμένη στα χέρια των κομμάτων που έφεραν τόση ανέχεια.
Μα για πες μας κύριε Βουλευτή, γιατί στις άλλες χώρες που ζουν οι άνθρωποι ευτυχισμένοι, έχουν Συνταγματικά Δικαστήρια, που βρίσκουν το δίκηο τους οι πολιτικά αδικημένοι; Γιατί έχουν τα κόμματα καταστατικά που δεν μπορεί να τα αλλάξει ο αρχηγός τους, διότι τα έχουν καταθέσει στα δικαστήρια; Γιατί τα λεφτά που παίρνουν όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από οποιονδήποτε άλλον, τα ελέγχει η Εφορία; Εκεί, δεν έχουν Δημοκρατία;

Και με το συμπάθιο να σου πω και κάτι άλλο. Είπες ότι τώρα κάνουμε κουμάντο στην Πολιτεία εμείς, μα ούτε αυτό είναι αλήθεια. Εσείς, οι βουλευτές το κάνετε και εμάς μας έχετε ξεπεταγμένους στην γωνιά και υποφέρουμε. Καλύτερα, λοιπόν, να κινδυνεύουμε από μια Πολιτεία των δικαστών, που δεν είναι παρά ένας ψεύτικος κίνδυνος, παρά να σηκώνουμε, ακόμη, στην πλάτη μας, το βάρος της άδικης Πολιτείας, που χτίσατε εσείς στα μέτρα σας.»

Ο πάντα πρακτικός, μα και με πολλές γνώσεις Γιάννης, που παρακολουθούσε αμίλητος τόση ώρα, χαμογέλασε.. Έβλεπε ότι βουλευτής κατάλαβε ότι δεν μιλούσε, πια, σε αγράμματους τσοπάνηδες, όπως του έλεγε ο πατέρας του , που ήταν κι εκείνος βουλευτής στην περιοχή, αλλά σε ανθρώπους με μυαλό και του είπε:
«Φίλε μου, όπως βλέπεις τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν περνάνε πια οι ψεύτικες δικαιολογίες. Ο κόσμος ψάχνεται και καταλαβαίνει. Το Συνταγματικό Δικαστήριο λείπει από την Πολιτεία μας και είναι καιρός να το καταλάβετε. Κι άμα νομίζετε ότι κινδυνεύουμε από τους δικαστές, μην το πείτε Συνταγματικό Δικαστήριο του, αλλά Πρυτανεία της Δημοκρατίας, που θυμίζει τους προγόνους μας. Και μην βάλετε μέλη της μόνο δικαστές, αλλά και άλλους ανθρώπους που έχουν διαπρέψει στις πολιτικές επιστήμες και τους σέβεται η κοινωνία μας. Να είναι εκεί όσο ζουν και να προσθέτουμε κάθε 4 χρόνια κι άλλους σοφούς συνταξιούχους. Να μοιράζονται αυτά που πρέπει να κάνουν, μα όταν πρέπει να πάρουν μια σοβαρή απόφαση να ψηφίζουν όλοι, ώστε να παίρνονται δίκαιες αποφάσεις. Άμα θα είναι πολλοί, κανένας δεν θα μπορεί να τους κάνει όλους φίλους του και να τους επηρεάζει, κανένας δεν θα έχει τόσα λεφτά για να τους αγοράζει και σίγουρα θα είναι πολλοί ανάμεσά τους, που ούτε φίλοι κολλητοί θα γίνονται, ούτε θα δέχονται να αγοράζονται από κανέναν.. Θα βγαίνουν, λοιπόν, δίκαιες αποφάσεις, χωρίς να κινδυνεύει η Πολιτεία από το να γίνει κάποιος εκεί μέσα αφεντικό, αφού όλοι θα είναι πολύ μυαλωμένοι άνθρωποι.
Εξ άλλου, άμα λογαριάσεις ότι θα τελειώσει γρήγορα το μονοπώλιό σας στο κουμάντο της Πολιτείας και θα έχουμε και δημοψηφίσματα και λαϊκές πρωτοβουλίες και ενδιάμεσα σώματα, έξω από τα κόμματα, χρειάζεται μια υπηρεσία με μεγάλο κύρος που να τα οργανώνει όλα αυτά. Μπροστά, λοιπόν, στις ωφέλειες από την ίδρυσή της, ο κίνδυνος είναι ελάχιστος και το σωστό είναι να το αποκτήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Και μη θαρρείς ότι έστω και ένας πολίτης ανησυχεί ότι οι δικαστικοί θέλουν να πάρουν το κουμάντο της Πολιτείας στα χέρια τους. Αντίθετα, όλοι πιστεύουμε ότι δεν κάνετε καλά το κουμάντο που εσείς έχετε μονοπώλιο και προσπαθείτε, ολοένα, να βάζετε χέρι και στην δικαιοσύνη.»

Πριν πάρει τον λόγο ο βουλευτής, μπήκε μέσα αυτός που τον φιλοξενούσε και του είπε ότι ήρθε το μεταφορικό μέσο για να φύγει και τον περιμένει. Δεν συνεχίστηκε, λοιπόν, η κουβέντα, αλλά είπαν στα γρήγορα καληνύχτα και συμφώνησαν να τα ξαναπούν άλλη φορά.

Τα είπαν; Έ αυτό είναι μια άλλη ιστορία

(Visited 21 times, 1 visits today)

Προσθήκη νέου σχολίου

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *